Αυτός ήταν ο τίτλος της ομιλίας μου που έλαβε χώρα στις 31 Μαΐου 2014 στο Μουσείο της Ακρόπολης με αφορμή την πρόταση που είχα αποστείλει στην Unesco προκειμένου να εορταστεί η επέτειος για τα 180 Χρόνια της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Ήταν η πρώτη φορά που εορτάστηκε στη χώρα μας μια τέτοια επέτειος μετά το 1834, όταν η Αθήνα είχε ανακηρυχθεί πρωτεύουσα της Ελλάδας. Η πρωτοβουλία της διοργάνωσης αυτής της εκδήλωσης, ιδιαιτέρως σε μια εποχή κατά την οποία η εικόνα της χώρας μας πλήττεται βάναυσα διεθνώς, είχε ως κύριο μέλημα την προβολή του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ασκούσε εκ περιτροπής την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως εκ τούτου, θέλοντας να προσδοθεί στην επέτειο αυτή μία ευρύτερη πολιτιστική χροιά αλλά και συγχρόνως να αποφευχθούν τυχόν προσωποκεντρικές προσεγγίσεις, ανάρμοστες και δυσαρμονικές προς την ιστορικότητα αυτής της εορτής, συμπεριέλαβα στην πρόταση ερμηνείες αρχαίων Ελληνικών τραγωδιών από καταξιωμένους ηθοποιούς, απαγγελίες Ελλήνων ποιητών του 19ου και του 20ου αιώνα καθώς επίσης και χορωδιακή μουσική. Τέλος στη πρόταση περιλαμβάνονταν βραβεύσεις ανθρώπων που έχουν προωθήσει επάξια τον Ελληνικό Πολιτισμό και τη μουσική διεθνώς όπως είναι αυτές του αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού, του διεθνούς φήμης σολίστα πιάνου Δημήτρη Σγούρου και του διεθνώς καταξιωμένου βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκου.
Η διάλεξη πέρα από την περιγραφή των ιστορικότερων κτιρίων της πόλης των Αθηνών και της ιστορικής αναδρομής της από το 1834 και εντεύθεν, αποτέλεσε ένα διθύραμβο υπέρ εκείνων οι οποίοι αποτέλεσαν ένα λαμπρό παράδειγμα ήθους και έγιναν η απαρχή μιας εξυψώσεως προς την οποία έτεινε η κοινωνία των Αθηνών, κατά την πρώτη και δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησης του βασιλιά Γεωργίου Α’. Άνθρωποι οι οποίοι στη πλειοψηφία τους ενεπνέοντο από ευγενή ιδανικά και απέβλεπαν μόνο στο κοινό καλό του τόπου τους. Τους μεγάλους εθνικούς μας ευεργέτες στους οποίους και αφιέρωσα αυτή την ομιλία. Έχω βαθιά την πεποίθηση πως περισσότερο και από τα νομοθετήματα αυτό που λείπει στη χώρα μας είναι το παράδειγμα του ανδρός. Με τέτοια παραδείγματα ανδρών μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να ξανακάνουμε τους Έλληνες πολίτες να αισθανθούν και πάλι τις υποχρεώσεις που έχουν, όχι μόνο έναντι του εαυτού τους, αλλά και έναντι της κοινωνίας στην οποία ζουν· και τούτο το αίτημα υπηρετώ.
Αν και πολυταξιδεμένος δεν γνωρίζω καμία Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ίσως με εξαίρεση το Βερολίνο, στης οποίας το σώμα να έχουν ασελγήσει με τόσο μένος όσο στο σώμα της πανέμορφης Αθήνας, της πόλης που κάποτε ήταν «η ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» όπως θα λεγε κι ο Κωστής Παλαμάς ή όπως λέει με περίσσια υπερηφάνεια ο Β. Κορνάρος στην «Αθήνα, που ήτανε της μάθησης η βρώσις, το θρονί της αφεντιάς, κι ο ποταμός της γνώσης». Η κακουργηματική πράξη της πυρπόλησης του ιστορικού κτιρίου του κινηματογράφου «Αττικόν», το παρανόμως υπερυψωμένο Hilton ή το εκκλησάκι της αγίας Δύναμης που το «κατάπιε» το παλιό κτίριο του υπουργείου Παιδείας δεν ήταν ποτέ θέμα έλλειψης κονδυλίων για τη δημιουργία ενός αξιορεπούς ιστορικού κέντρου, αλλά πρωτίστως θέμα έλλειψης κριτηρίων.
Η κατεδάφιση του κομψοτεχνήματος νεογοτθικού ρυθμού της οικίας του Έλληνα συνταγματολόγου Ι. Σαριπόλου το 1957, το γκρέμισμα του ξενοδοχείου Ακταίον στη παραλία του Φαλήρου στου οποίου τη θέση ανεγέρθηκε το Νοσοκομείο Metropolitan, το ξερίζωμα της Βίλας Μαργαρίτας, η οποία έκειτο στην συμβολή της Λεωφόρου Μεσογείων με τη Βασιλίσσης Σοφίας στους Αμπελοκήπους Σοφίας, το γκρέμισμα του κοσμοπολίτικου ζαχαροπλαστείου Ζαβορίτη που ήταν ένα από τα παλαιότερα κομψοτεχνήματα της Οθωνικής περιόδου και ευρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος, στη γωνία της οδού Ερμού καθώς και πλείστων άλλων αριστουργηματικών κτιρίων τελέστηκαν στο όνομα της αντιπαροχής και της λογικής της μεσοτοιχίας με συνέπεια να οικοδομηθεί μια Αθήνα-Μπανγκόκ της οποίας την αρχιτεκτονική θα περιφρονούσε ακόμα κι ένας κάτοικος εσχάτης υποστάθμης του γερμανικού προαστίου του Λούμπεν.
Γνώμη μου είναι πως σήμερα, καθίσταται πρόδηλη η ανάγκη μιας βαθιάς αλλαγής στον χώρο της πολεοδομίας και της δημιουργίας ενός νέου αρχιτεκτονικού κινήματος, που θα πάντρευε με τρόπο λιτό αλλά αισθητικώς άρτιο και οικονομικά προσιτό το αρχαίο με το νέο και θα έδινε εκ νέου πνοή ζωής στην ιστορία της πόλεως των Αθηνών αποκαθιστώντας την αίσθηση του χώρου με νέες πλατείες και δημόσιους χώρους για τους Έλληνες πολίτες. Μία επιστροφή στην παράδοση όπως θα λέγε κι ο Αριστοτέλης Ζάχος. Μία αρχιτεκτονική που θα ζούσε στο παρόν αλλά που δεν θα αποποιόταν το παρελθόν.