Η Ιαπωνία είναι μια χώρα με πλούσια ιστορία και πολιτισμό ,ο οποίος πλέον είναι ευρέως γνωστός σε όλο τον κόσμο είτε μιλάμε για απομακρυσμένες προς αυτήν χώρες όπως οι Ευρωπαϊκές είτε μιλάμε για Ασιατικές όπως η Κίνα ή η Κορέα που βρίσκονται κοντά σε αυτήν όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτισμικά.
Πλέον, με τη βοήθεια της τεχνολογίας αλλά και λόγω παγκοσμιοποίησης, είναι πολύ εύκολο σε όποιον θέλει να γνωρίσει τον πολιτισμό της και να ταξιδέψει σ αυτήν. Προτού η Ιαπωνία ανοιχτεί προς τον υπόλοιπο κόσμο σε μεγάλη κλίμακα , πριν τον 20ο αιώνα και την δημιουργία της παγκόσμιας κοινωνίας, δεν υπήρχε τρόπος πέραν των βιβλίων να γνωρίσει κανείς τόσο εύκολα άλλους πολιτισμούς παρά μόνον εάν ο ίδιος ταξίδευε σε αυτούς. Εκείνη την εποχή λίγοι ήταν οι τυχεροί οι οποίοι μπορούσαν να ταξιδέψουν και να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και κουλτούρες έτσι ώστε να μπορέσουν να τις διαδώσουν αργότερα και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ένας από αυτούς τους τυχερούς ανθρώπους ήταν ο Λευκάδιος Χερν. Ο Λευκάδιος Πατρίκιος Χερν ήταν διεθνής συγγραφέας Ελληνοιρλανδικής καταγωγής, με μητέρα μια ευγενούς καταγωγής Ελληνίδα, από τα Κύθηρα ,την Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη και πατέρα τον χειρουργό, ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν , ο οποίος υπηρετούσε στην Λευκάδα κατά τη διάρκεια βρετανικής κατοχής των Επτανήσων. Ο Χερν ,γεννήθηκε και βαφτίστηκε στην Λευκάδα από όπου και πήρε το όνομά του και έζησε μόνο τα 2 πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί ,καθώς αργότερα η οικογένειά του μετακινήθηκε στην Ιρλανδία.
Η ζωή του, ιδιαίτερα μέχρι και την ενηλικίωσή, του ήταν αρκετά δύσκολη. Η κηδεμονία του λόγω της δουλειάς του πατέρα του και της εγκατάλειψης του από την μητέρα του είχε μεταφερθεί στην θεία του Σάρα Μπέρναν . Στο σπίτι της θείας του ,η οποία του παρείχε την βασική εκπαίδευση είχε και την πρώτη επαφή με την Ελληνική μυθολογία και λογοτεχνία.
Μετά από αρκετές άλλες κακουχίες, (οικονομική εξαθλίωση και τύφλωση από το ένα μάτι) ταξίδεψε στην Αμερική και στα 19 του εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι όπου τα πράγματα για εκείνον δεν ήταν καλύτερα, αφού βρίσκονταν ξανά σε οικονομική ανέχεια.
Παρόλα αυτά, λόγω του ταλέντου του κατάφερε τα επόμενα χρόνια να γίνει δημοσιογράφος στην μεγαλύτερη εφημερίδα του Σινσινάτι, όπου και έγραφε εγκληματολογικού περιεχομένου άρθρα με περιγραφές φόνων τα οποία άφησαν εποχή . Αργότερα, μετακινήθηκε στην Νέα Ορλεάνη. Εκεί ως δημοσιογράφος έγραφε κριτικές για βιβλία πολύ σημαντικών συγγραφέων όπως του Εμίλ Ζολά, δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων και αργότερα έκανε και μεταφράσεις Γάλλων συγγραφέων καθώς γνώριζε άπταιστα Γαλλικά.
Το 1890 ο Χέρν πήγε στην Ιαπωνία, στα πλαίσια μιας αποστολής ως ανταποκριτής εφημερίδας. Μετά το τέλος της αποστολής ,ο Χέρν επέλεξε να μείνει εκεί μαγεμένος από την Ιαπωνία, η οποία έμοιαζε στα μάτια του ως ουτοπία συγκριτικά με την Ευρώπη και την Αμερική. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μάλιστα κατέκτησε θέση καθηγητή στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε. Εκεί παντρεύτηκε την Setsu Koizumi, κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Έκτοτε έμεινε στην Ιαπωνία έως και τον θάνατό του.
Στο Ματσούε υπάρχει ακόμα το σπίτι του Χέρν που συνεχίζει να λειτουργεί ως τουριστικό αξιοθέατο. Το 1896 πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας αλλάζοντας το όνομά του σε Υakumo Koizumi. Από τότε έγινε καθηγητής Αγγλικής λογοτεχνίας στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Τόκιο για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του εκτός από το τελευταίο που εργάσθηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.
Το λογοτεχνικό του έργο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, όχι μόνο για τον κόσμο που δεν είχε επαφή με την Ιαπωνία αλλά και για τους ίδιους τους Ιάπωνες. Τα θέματα που πραγματεύονταν στα δοκίμιά του είχαν να κάνουν με την Ιαπωνική ζωή. Έκανε πολλές αναφορές σε σημαντικούς Ιάπωνες καλλιτέχνες ενώ μέχρι και σήμερα είναι γνωστός για ιστορίες φαντασμάτων που έγραφε, εμπνευσμένες από Ιαπωνικούς μύθους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές 20ου ,ο Ιαπωνικός πολιτισμός και αισθητική ήρθαν πιο κοντά στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα μετά την Διεθνή Έκθεση του 1900, που έγινε στο Παρίσι. Η Ιαπωνική κουλτούρα εξελίχθηκε ως μια νέα παγκόσμια τάση η οποία εντυπωσίαζε με την διαφορετικότητα της τον Δυτικό πολιτισμό και από τότε τα έργα του Χέρν έγιναν παγκοσμίως γνωστά.
Παρόλο που κάποιοι κριτικοί τον κατηγόρησαν για εξωραϊσμό της Ιαπωνίας , η συμβολή του είναι αδιαμφισβήτητη καθώς παρουσιάζει στα έργα του στοιχεία της περιόδου Meiji(1868-1912). Η περίοδος αυτή ήταν από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της Ιαπωνίας καθώς παρόλο που δεν είχε ξεκινήσει η εκβιομηχάνιση της είχε ήδη διεισδύσει ο Δυτικός πολιτισμός σε αυτήν φέρνοντας νέες γνώσεις και τεχνολογία.
Ο Χερν απεβίωσε το 1904 ,σε ηλικία 54 ετών. Παρά το νεαρό της ηλικίας του το έργο που άφησε έχει ιστορική σημασία καθότι όχι μόνο εισήγαγε τον Ιαπωνικό πολιτισμό στον υπόλοιπο κόσμο αλλά φανέρωσε και στους ίδιους τους Ιάπωνες άγνωστες πτυχές του πολιτισμού τους.
Τέλος, ο τάφος του βρίσκεται στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο, στον οποίο υπάρχει επιτύμβια πλάκα στην οποία αναγράφεται το κάτωθι κείμενο:
“Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο“.
Άλκη Κορωνάκη
Πηγές άρθρου:
Λευκάδιος Χερν. Η Άγνωστη Ιαπωνία – ΣΥΛΛΟΓΉ Τάκη Ευσταθίου. (n.d.). Retrieved March 11, 2021, from http://www.matk.gr/gr/ektheseis/trehoyses/leykadios-hern-i-agnosti-iaponia-syllogi-taki-eystathioy/
Bisland, Elizabeth (1906). The life and letters of Lafcadio Hearn. 1. Boston: Houghton, Mifflin.
Grace, Kevin (4 January 2012). Legendary Locals of Cincinnati. Arcadia Publishing. p. 25. ISBN 9781467100021. Retrieved 7 May2013.
“By the early 1900s so many books had been published ‘Explaining Japan’ that one author felt compelled to write a book summarising them”. Red Circle Authors. 11 December 2020. Retrieved 12 January 2021.
Komakichi, Nohara, The True Face of Japan, (1936, 1st ed.)
Guo, Nanyang (2000), Interpreting Japan’s interpreters: the problem of Lafcadio Hearn, New Zealand Journal of Asian Studies 3 (1), 106–118