Στη σφαίρα της διπλωματίας, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη ομόνοιας στις διακρατικές σχέσεις διαδραματίζει η κοινή θρησκεία. Η πίστη είναι το μέσο που καταφέρνει να δημιουργήσει δεσμούς σε ένα βαθύτερο επίπεδο και να προωθήσει την ενότητα μεταξύ των κρατών. Στην περίπτωση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, παρατηρείτε ο ενθαρρυντικός ρόλος του θρησκευτικού παράγοντα στην διμερή συνεργασία. Οι θρησκευτικές επαφές, μέσω της διπλωματίας στα δύο αυτά κράτη, έχουν αφετηρία αρκετά χρόνια πριν και η κατανόηση αυτής μπορεί να συμβάλλει στην διερεύνηση των σχέσεων στο σήμερα.
Ήδη από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ένταξη των δύο χωρών στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση του χριστιανισμού στις περιοχές αυτές. Ιδιαίτερη σημασία αποτελεί το γεγονός, ότι κατά τα χρόνια που ακολούθησαν η Βουλγαρία ενσωμάτωσε πλήρως τον χριστιανισμό με την επέμβαση των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, Κύριλλου και Μεθόδιου. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς για τη Βουλγαρική Εκκλησία, δεδομένου ότι Έλληνες ήταν αυτοί που δημιούργησαν την εκκλησιαστική γραμματεία. Η κοινή θρησκεία επηρέασε όχι μόνο τις πεποιθήσεις του λαού, αλλά ιδιαίτερα την λαϊκή λογοτεχνία, τη μουσική, ακόμα και τα φαγητά. Η δράση των δύο αυτών αδελφών ήταν καθοριστική τόσο για τον εκχριστιανισμό, όσο και για την δημιουργία του γλαγολιτικού αλφαβήτου και την εξάπλωσή του στις περισσότερες χώρες της σημερινής Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και την εξέλιξή του στο κυριλλικό.
Αργότερα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία κυριάρχησε τόσο την Ελλάδα όσο και στην Βουλγαρία, επέβαλε περιορισμούς ιδιαίτερα στις θρησκευτικές πρακτικές. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία κρυφών θρησκευτικών κοινοτήτων στις δύο χώρες με στόχο την ελεύθερη έκφραση των πεποιθήσεών τους. Κατά την περίοδο αυτή, η κατάσταση μεταξύ των χωρών στα Βαλκάνια, και ειδικά της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, χαρακτηρίζονταν από ένα ειρηνικό καθεστώς που επέτρεπε την ομόνοια σε κάθε μία από τις χώρες.
Η εμφάνιση του εθνικισμού στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα είχε ως αποτέλεσμα μακροχρόνιες εντάσεις που οδήγησαν ακόμα και σε πόλεμο αργότερα, με τους Βαλκανικούς Πολέμους στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, οι συγκρούσεις του 19ου αιώνα άφησαν μέχρι και σήμερα επιζήμια αποτελέσματα στη μνήμη του λαού. Ο ρόλος της εκκλησίας είχε καθοριστικό ρόλο στο να αναπτύξει μία δίοδο συνεργασίας και διαλόγου ανάμεσα στα δύο κράτη, με τους αρχηγούς των Εκκλησιών να επικεντρώνονται έως και σήμερα στη διμερή αλληλοβοήθεια με κοινούς στόχους και επιδιώξεις.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατέχει θέση εξουσίας και στις δύο εκκλησίες, ενισχύοντας την αίσθηση της ενότητας και της αλληλεξάρτησης. Αυτός ο εκκλησιαστικός δεσμός έχει χρησιμεύσει συχνά, ως πλατφόρμα για ειρηνικές διαπραγματεύσεις και συζητήσεις μεταξύ των δύο εθνών, επιτρέποντάς τους να αντιμετωπίσουν επίμαχα ζητήματα και να προωθήσουν τη συνεργασία.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των τωρινών επαφών των δύο χωρών σε θρησκευτικό επίπεδο αποτελεί το γεγονός, ότι διοργανώνονται από την εκκλησία και από ταξιδιωτικά γραφεία τουριστικές επισκέψεις με θρησκευτικό χαρακτήρα στην χώρα μας. Σημασία έχει, επίσης, να αναφερθούμε στην ανησυχία που διάφορα μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν κατά την περίοδο που η χώρα μας βρισκόταν σε καραντίνα, σχετικά με την λειτουργία των μοναστηριών και την δυνατότητα διεξαγωγής ταξιδιών θρησκευτικού χαρακτήρα στα μνημεία της χώρας μας. Αυτά τα ταξίδια αποτελούν σημαντική πτυχή των επαφών μεταξύ των δύο χωρών σε θρησκευτικό επίπεδο, προάγοντας την κοινωνία και τον διάλογο. Εξάλλου τόσο η Βουλγαρία, όσο και οι υπόλοιπες ορθόδοξες γειτονικές χώρες στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τουρισμό στην Ελλάδα.
Η Ελληνική και η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν ρόλο αγωγών για εποικοδομητικό διάλογο, διευκολύνοντας τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις και την επίλυση συγκρούσεων. Υπερβαίνοντας τα θρησκευτικά όρια και ενεργώντας ως ουδέτεροι μεσάζοντες, οι εκκλησίες έχουν προωθήσει μια εκτενέστερη κατανόηση και πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η μορφή διπλωματίας όχι μόνο συνέβαλε στο θρησκευτικό τοπίο αλλά έπαιξε ευρύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της συνολικής διμερούς σχέσης, εμβαθύνοντας τις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού και βουλγαρικού λαού.
Μαρία Τρακάδα
Βιβλιογραφία:
Prodromou, E. (2004). Negotiating Pluralism and Specifying Modernity in Greece: Reading Church–State Relations in the Christodoulos Period. Social Compass, 51, 471 – 485. https://doi.org/10.1177/0037768604047870.