Ανασυνθέτοντας το μεταπολεμικό ιστορικό σκηνικό, η εδραίωση της Σοβιετικής Ένωσης και τα επείγοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα εξαιτίας του πολέμου έθεσαν σε νέες βάσεις τις σχέσεις Βρετανίας με το εξωτερικό. Ο στόχος των βρετανικών κυβερνήσεων ήταν η αναχαίτιση της (ιδεολογικής και εδαφικής) επέκτασης της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ προοδευτικά, δόθηκε έμφαση στην ανάγκη μίας ισορροπίας δυνάμεων. Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών ήταν ένας τρόπος επίτευξης αυτού του στόχου, βέβαια πολιτικός. Από την άλλη, η πολιτιστική διπλωματία, πέρα από σύνορα και κυβερνήσεις λειτούργησε στη συνέχεια ως ειρηνετικό εγραλείο.
Για να κατανοήσουμε αυτή τη σχέση πολιτισμού-διεθνών σχέσεων αρκεί να αναλογιστούμε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μία διαμάχη ιδεολογική, ευρύτερα δε πολιτιστική. Η ίδια η επεκτατική πολιτική της ΕΣΣΔ έθετε ερωτήματα και για τη βρετανική κοινωνία, μία κοινωνία πολυπολιτισμική, αποικιοκρατική και συχνά βαθύτατα ρατσιστική. Αρχικά, λοιπόν, έως το 1955, η βρετανική πολιτιστική διπλωματία παρέμεινε λανθάνουσα και υποτιμημένη.
Ένας βασικός ανασταλτικός παράγοντας ήταν η έλλειψη χρηματικών πόρων, με αποτέλεσμα οι διάφοροι φορείς της πολιτιστικής διπλωματίας να αδυνατούν να παραγάγουν ουσιαστική δράση. Τα κονδύλια προς το BBC μειώθηκαν, με συνέπεια την αναχαίτηση της επέκτασης της βρετανικής δορυφορικής τηλεόρασης στο εξωτερικό, ενώ ο αριθμός των ανταποκριτών σε άλλες χώρες ήταν μικρός. Ταυτόχονα, το British Council, επίσης υποστελεχωμένο, δεν είχε αναγνωριστεί επισήμως από την κυβέρνηση, έως το 1955. Ταυτόχρονα, παρατηρούνταν μία τάση αντίθεσης της κεντρικής κυβέρνησης στην αποκέντρωση των λειτουργιών της, οδηγώντας σε αποδυνάμωση της πολιτιστικής διπλωματίας που ασκούσαν οι βρετανικές πρεσβείες και τα προξενεία στο εξωτερικό, αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί, όπως τα Ηνωμένα Έθνη ή η UNESCO.
Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος κλιμακωνόταν, η βρετανική πολιτική εξακολουθούσε να εμένει στην προπαγάνδα παρά στη γνήσια πολιτιστική διπλωματία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έκδοση του περιοδικού ‘Anglia’ τη δεκαετία του. Επρόκειτο για ένα έντυπο απευθυνόμενο στο σοβιετικό κοινό, το οποίο παρουσίαζε μία εικόνα της Βρετανίας ως προοδευτικής και ευημερεύουσας χώρας. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε, ώστε η προπαγανδιστικοί σκοποί του περιοδικού να είναι κεκαλυμμένοι. Επίσης, το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών φιλοδοξούσε να δημιουργήσει ραδιοφωνικούς σταθμούς υπό τον έλεγχό του σε αποικιακά εδάφη, ενώ τομή αποτέλεσε και η ίδρυση του ‘Information Research Department’, ενός εργαλείου πολιτικής προπαγάνδας στο εξωτερικό, με εργαλεία δημοσιογράφους και συγγραφείς.
Όσο αυτές οι αμφίβολης ηθικής μέθοδοι εξαπλώνονταν, προσπάθειες πολιτιστικής διπλωματίας άρχισαν να πλαισιώνουν το διεθνές περιβάλλον, μέσω διμερών και πολυμερών συνθηκών με στόχο πολιτιστικές ανταλλαγές. Το πρώτο βήμα για τη Βρετανία αποτέλεσε η η δημιουργία μίας αγγλο-σοβιετικής επιτροπής μέσα στο British Council με στόχο το πολιτιστικό «πλησίασμα» των δύο εθνών. Το 1959, η “Commonwealth Education Conference” στην Οξφόρδη έθεσε ζητήματα πολιτιστικών ανταλλαγών με τις χώρες της Κονοπολιτείας, αίτημα άλλωστε και των ίδιων των φοιτητών.
Τι ήταν, όμως, αυτό που έστρεψε τη βρετανική κοινωνία και πολιτική δραστικά προς την πολιτιστική διπλωματία μετά το 1955; Ήταν η άνοδος του αραβικού εθνικισμού και ο περιορισμός του ελέγχου που ασκούσε έως τότε η Βρετανία στη Μέση Ανατολή, που ανέδειξε τη σημασία της προώθησης της βρετανικής κουλτούρας. Τότε ήταν που δόθηκε έμφαση στη διάδοση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών του BBC στο εξωτερικό, μάλιστα με προβολή προγραμμάτων σε ξένες γλώσσες, όπως τα αραβικά. Ακόμη, η υποδοχή ξένων φοιτητών και η δημιουργία σχετικών επιτροπών ήρθαν ξανά στο προσκήνιο, ενώ αναγνωρίστηκε η σημασία του ρόλου των γραφείων του British Council στη Μέση Ανατολή.
Με το λεγόμενο ‘White Paper’ (1957), αποφασίστηκε από την κυβέρνηση η χρηματική στήριξη της εξαγωγής βρετανικών βιβλίων και ταινιών στο εξωτερικό. Η διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας λειτούργησε ως εργαλείο για τη διασύνδεση της Βρετανίας με τα έθνη του εξωτερικού, ενώ τη δεκαετία του ’60 άρχισε να αξιοποιούνται διαδραστικοί μέθοδοι διδασκαλίας της αγγλικής. Εξάλλου, από το 1961 και μετά, οι στόχοι της πολιτιστικής διπλωματίας στράφηκαν προς την Ευρώπη, με το Ηνωμένο Βασίλειο να αναγνωρίζει το κοινό πολιτισμικό παρελθόν των ευρωπαϊκών Εθνών και την ανάγκη συσπείρωσής τους γύρω από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε μεταπολεμικά τη στροφή της Βρετανίας από τις παραδοσιακές μεθόδους πολιτικής προπαγάνδας στην εφαρμογή ενός εμπεριστατωμένου πλάνου πολιτιστικής διπλωματίας. Ήταν οι ίδιες οι ιστορικές συνθήκες της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου που την ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ισορροπίες, άλλωστε, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων είναι λεπτές, και η διατήρησή τους δεν γίνεται μόνο βάσει πολιτικών αποφάσεων, αλλά χάρη στη ζωντανή αναδίπλωση του πολιτισμού και της κουλτούρας.
Αναστασία Δρόσου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Sarah Davies, “The soft power of Anglia: British Cold War Cultural Diplomacy in the USSR”, Contemporary British History, 27:3, 297-323, 2013, DOI: 10.1080/13619462.2013.794695
Peter Waldron, “Cultural Diplomacy during the Cold War: Britain and the UK-USSR Cultural Agreements”, Slavonic and East European Review, volume 100, Number 4, October 2022, pp. 705-727
J. M. Lee, “British Cultural Diplomacy and the Cold War: 1946-1961”, Diplomacy & Statecraft, 9:1, 112-134, 1998, DOI: 10.1080/09592299808406072