Ο όρος «Φλαμανδική τέχνη» (Vlaamse kunst/L’art Flamand) αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στην Φλάνδρα του Βελγίου, κατά την διάρκεια του 15ου έως και τις αρχές του 17ου αιώνα, καθώς και σε γύρω περιοχές της Ολλανδίας και της Γαλλίας, όπως είναι η Πικαρδία, η Αρτουά και το Ενό.
Βασικό γνώρισμα της Φλαμανδικής τέχνης απετέλεσε η έμφαση που προσέδωσε στην ρεαλιστική και λεπτομερή αποτύπωση προσώπων και τοπίων, τόσο ως προς την λάμψη, όσο και ως προς την υφή των έργων. Πρόκειται για μία δυναμική προσπάθεια νατουραλιστικής[1] έκφρασης και περιγραφικής απεικόνισης του κόσμου, η οποία και κορυφώθηκε με την αξιοποίηση ευέλικτων εργαλείων, όπως είναι το λάδι σε καμβά. Καθίσταται, λοιπόν, αντιληπτή η μετάβαση που συντελείται από την χρήση τέμπερας, ως κύριο μέσο ζωγραφικής, στην καθιέρωση μίας καινοτόμου εικαστικής μεθόδου.
Το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα διαιρείται σε τρεις θεμελιώδεις φάσεις: στην περίοδο των «Φλαμανδών πρωτοπόρων» (15ος αιώνας), την Υψηλή Αναγέννηση (16ος αιώνας) και την Εποχή του Μπαρόκ (17ος – 18ος αιώνας). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Φλαμανδική ζωγραφική βίωσε ακμαία πορεία περί τις αρχές του 15ου αιώνα, είχε ήδη αρχίσει να καθιστά αισθητή την παρουσία της δύο αιώνες νωρίτερα. Μολονότι, τα διασωθέντα έργα της ανωτέρω περιόδου είναι ελάχιστα, ορισμένες εμβληματικές τοιχογραφίες διατηρούνται έως και σήμερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ζωγραφισμένοι τάφοι στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας στην Αμβέρσα του Βελγίου, καθώς και οι τοιχογραφίες στον Καθεδρικό Ναό του Τουρναί. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε γύρω από το δόγμα του Χριστιανισμού. Για τον λόγο αυτό δόθηκε έμφαση, αφενός στην απεικόνιση της Παναγίας αγκαλιά με το Θείο βρέφος και στους αγγέλους, αφετέρου στην χρήση γήινων χρωμάτων και τόνων (καφέ, κόκκινο, κίτρινο).
Μετά την πρώιμη αυτή πορεία, αναδύεται η «χρυσή εποχή» της Φλαμανδικής τέχνης, η οποία σηματοδοτείται στις αρχές του 15ου αιώνα και κορυφώνεται σε όλη την διάρκεια του, όταν εξέχουσες προσωπικότητες αρχίζουν να δραστηριοποιούνται με την ανάπτυξη έργων θρησκευτικού περιεχομένου. Ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν ο Ρομπέρ Καμπέν, η δράση του οποίου άκμασε στην ευρύτερη περιοχή του Τουρναί. Μάλιστα, ο Καμπέν υπήρξε δάσκαλος του μεταγενέστερου ζωγράφου, Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν, μεταλαμπαδεύοντας του την ρεαλιστική τεχνική που υιοθετούσε στους πίνακες του. Φημολογείται ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο ζωγράφων διήρκησε για πέντε χρόνια, πιο συγκεκριμένα έως τον Αύγουστο του 1432.
Η περίοδος της Υψηλής Αναγέννησης στην Φλάνδρα επηρεάστηκε σημαντικά από την πολιτισμική «επανάσταση», που συντελούνταν τόσο στα μεγάλα κέντρα της Ιταλίας (Φλωρεντία, Ρώμη, Βενετία), όσο και στις μικρές ηγεμονίες (Μόντενα, Πάρμα, Μάντοβα). Μέσα σε μία φρενίτιδα ενθουσιασμού για την απεικόνιση της φύσης και την συνειδητοποίηση της αρμονίας που διέπει τις μορφές, τα συναισθήματα και τη λογική, η τέχνη λειτούργησε ως δίαυλος για την ανάπτυξη των σχέσεων πολιτιστικής διπλωματίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ο ιταλικός αναγεννησιακός πολιτισμός, ο οποίος ταυτίστηκε με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά των κυριαρχούμενων προλήψεων του Μεσαίωνα, απετέλεσε εφαλτήριο για την ταχεία διάδοση ποικίλων πρακτικών, όπως είναι οι γκραβούρες, οι ταπισερί και τα χαρακτικά έργα, οι οποίες και ενέπνευσαν την φλαμανδική ζωγραφική, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, εντυπωσιάζοντας ακόμη και τις πιο καλλιεργημένες βασιλικές αυλές.
Υπό αυτό το πρίσμα, εντοπίζονται κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην ιταλική – συγκεκριμένα, την φλωρεντινή – και την φλαμανδική τέχνη. Κοινό σημείο αποτελεί η προσπάθεια τους να αποτυπώσουν την πρόοδο στα έργα τους, δίχως να πορεύονται με τα δόγματα των προηγούμενων ετών. Από τη μία πλευρά, η φλαμανδική τέχνη εστίασε σε μία εμπειρική και λεπτομερή παρουσίαση της φύσης και του ανθρώπου, δίνοντας έμφαση στην συμβίωση αυτών. Το, δε, φλωρεντινό ρεύμα επιχείρησε να προσεγγίσει πνευματικά το κυρίαρχο στοιχείο του ανθρωπίνου είδους απέναντι στην δύναμη της φύσης.
Η πολιτισμική αλληλεπίδραση των δύο κρατών έμελλε να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο και στην μετέπειτα ανοδική πορεία της Φλαμανδικής ζωγραφικής. Η Αμβέρσα του Βελγίου μετατρέπεται σε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Στη περιοχή αναδύεται η περίτεχνη δράση ενός από τους σπουδαιότερους ζωγράφους, με τιτάνια επιρροή σε όλα τα γειτονικά κράτη, του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Παράλληλα, η εισαγωγή στην εποχή του Μπαρόκ πραγματοποιείται με τα έργα του Γιοάχιμ Πατινίρ, ο οποίος επικεντρώθηκε στην γλαφυρή αποτύπωση τοπίων.
Η κυριαρχία της δυναστείας των Αψβούργων, στις Κάτω Χώρες και την Ισπανία, από τα τέλη του 15ου αιώνα, έδωσε το έναυσμα στους Ισπανούς μονάρχες να προχωρήσουν στη συλλογή πινάκων ζωγραφικής από την ευρύτερη περιοχή του σύγχρονου κράτους του Βελγίου. Πολλά από αυτά τα έργα φιλοξενούνται, έως και σήμερα, στο Μουσείο του Πράδο, στη Μαδρίτη, συγκροτώντας μία εμπλουτισμένη συλλογή σχεδόν 1.000 έργων. Στο μουσείο μπορεί κάποιος να συναντήσει σημαίνοντα έργα σπουδαίων Φλαμανδών καλλιτεχνών, όπως είναι ο Άντονι βαν Ντάικ και ο Χανς Μέμλινγκ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όλα τα προαναφερθέντα, η άνθηση της Φλαμανδικής τέχνης άσκησε σημαντική επιρροή σε όλη την Ευρώπη. Η ρεαλιστική προσέγγιση της φύσης και των όντων λειτούργησε ως πόλος έλξης επίδοξων καλλιτεχνών, προερχομένων από γειτονικά κράτη. Πρόκειται για μια πλούσια κληρονομιά, η οποία συνδυάζει ανυπέρβλητα και ακαταμάχητα τόσο ιταλικές, όσο και φλαμανδικές εικαστικές νότες, που μπορεί κανείς να αντικρίσει όχι μόνο σε μουσεία του Βελγίου, αλλά και εκτός των συνόρων του.
Χριστίνα Λιάνη
Βιβλιογραφία:
“Flemish Art” by Naomi Blumberg, Encyclopedia Britannica
“La peinture flamande”, Encyclopédie gratuite Imago Mundi
[1] Ο όρος «νατουραλισμός», προέρχεται από την λέξη «natura», που σημαίνει «φύση». Το καλλιτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού επικεντρώθηκε στην αναπαράσταση και την απεικόνιση προσώπων και τοπίων, με την μέγιστη δυνατή αποτύπωση της πραγματικής τους μορφής.