Ο Θεόφιλος Χάνσεν χάρισε στην Αθήνα κάποια από τα πιο εμβληματικά κτίριά της, κτίρια ορόσημα για την ταυτότητα και την ιστορία της, την Ακαδημία, το Αστεροσκοπείο, το Ζάππειο, τη Βιβλιοθήκη… Και η Αθήνα όμως χάρισε στον Χάνσεν τα θεμέλια της αρχιτεκτονικής του παιδείας, τη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής του σκέψης και προσωπικότητας. Μια σχέση στενή και αμφίπλευρη.
Ο Χάνσεν (1813-91) γεννήθηκε και σπούδασε στην Κοπεγχάγη, σε μία εποχή που ο νεοκλασικισμός, καθώς και ο φιλελληνισμός στη Δανία βρίσκονταν στο απόγειό τους. Η Αθήνα, όπου ήδη από το 1833 ήταν εγκατεστημένος ο μεγαλύτερος αδελφός του Χριστιανός (δημιουργός εξίσου αξιόλογων έργων στην πρωτεύουσα, όπως το Οφθαλμιατρείο και το πλέον κατεδαφισμένο Νομισματοκοπείο Αθηνών), ενείχε για αυτόν ένα διπλό δέλεαρ. Από τη μία, η άνθιση της αρχαιολογικής έρευνας που, λόγω της αποκάλυψη των μνημείων της Ακρόπολης, ανέδειξε ανεξερεύνητες μέχρι πρότινος πτυχές του αρχαιοελληνικού κάλλους και παράλληλα, η βαθμιαία ανοικοδόμηση της πόλης μέσα από τα χαλάσματα των οικισμών της Τουρκοκρατίας Αυτές οι παράμετροι, σε συνδυασμό με τις πιεστικές κτηριακές ανάγκες του νεοσύστατου κράτους, προσέφεραν ευκαιρίες άσκησης νέας αρχιτεκτονικής δίπλα στα κλασικά πρότυπα της πόλης.
Το 1859 συνέλαβε, αφορμώμενος από την ανέγερση του Πανεπιστημίου (έργο του Χριστιανού), τη λεγόμενη «Αθηναϊκή Τριλογία» – το συγκρότημα των κτηρίων του Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης – που αποτελεί το πιο εξέχον αρχιτεκτονικό σύνολο της χώρας μετά την Ακρόπολη. Επιμελήθηκε επίσης αρχιτεκτονικά, το Αστεροσκοπείο, το Ζάππειο, το μέγαρο Δημητρίου και αριθμό ανεκτέλεστων έργων.
Στα έργα του Θ. Χάνσεν παρατηρείται ένα αρχιτεκτονικό ιδίωμα με «αναδρομικά» στοιχεία, που ο ίδιος αποκαλούσε «Hellenische Renaissance» (Ελληνική Αναγέννηση). Αεικίνητος, δημιουργικός, αποτάσσεται τον εκλεκτικισμό, που επέβαλλε η εποχή του, επιχειρώντας μια διαφορετική αρχιτεκτονική προσέγγιση της Αναγέννησης, με βάση όχι την αρχαία ρωμαϊκή αλλά την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Σχεδιάζει χωρίς καλούπια, ελεύθερα και προσωπικά, συνδυάζοντας όπως ανέφερε και ο ίδιος «το ωφέλιμο με το ωραίο» κάτω από τον αττικό ουρανό και την αύρα της αρχαιότητας στα ίδια βήματα που ο άνθρωπος αναμετρήθηκε με το μέτρο, την αρμονία και την αιωνιότητα.
Με τα «καινά δαιμόνια» που εισάγει, συνδιαλέγεται ανοιχτά με την πολιτιστική κληρονομιά δημιουργώντας μια νέα αισθητική, την οποία υιοθέτησε και σε άλλα έργα του στη Βιέννη, όπως το Κοινοβούλιο, την Ακαδημία Καλών Τεχνών, την Ελληνική Εκκλησία, το Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής κ.ά.

Παρόλα τα πολυάριθμα και διαπρεπή «δείγματα γραφής» του, η ανάδειξη του Χάνσεν ήταν τόσο μοναδική όσο και η οπτική του. Το έργο του ξεκίνησε να λαμβάνει ευρεία αναγνώριση μόλις στα τέλη του 20ου αιώνα, έχοντας επιβιώσει πολλές αντιξοότητες μεταξύ των οποίων έκρυθμες ιστορικές περίοδοι, ο μεταπολεμικός σκεπτικισμός απέναντι στην κλασική αρχιτεκτονική για το φόβο των ναζί και οι κατηγορίες για αντιγραφή των αρχαίων έργων. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται και στο ότι μετά βίας εμπίπτει σε οποιοδήποτε είδος «εθνικής αφήγησης» της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, όπως εύστοχα σημειώνει η κα Κασιμάτη συνεπιμελήτρια της έκθεσης «Ελληνική Αναγέννηση: Η αρχιτεκτονική του Θεόφιλου Χάνσεν», που έγινε το 2014 υπό την αιγίδα του ιδρύματος Θεοχαράκη.
Ο Χάνσεν είναι ένας Δανός στη Βιέννη, όπου έφθασε μέσω Αθήνας, αποτελώντας ένα χαρακτηριστικό πομπό πολιτιστικής διπλωματίας. Η ιστορία του αλλά και η έντονη διάδρασή του με την αθηναϊκή αισθητική και τον ελληνικό πολιτισμό αναδεικνύει τη διάσταση της αρχιτεκτονικής ως μια κοινωνική τέχνη, όχι μόνο εξαιτίας της δημόσιας χρήσης των κτηρίων, αλλά και λόγω της αλληλεπίδρασης του αρχιτέκτονα με τους πολίτες, την εκάστοτε κοινωνία, την ιστορία της και τον τρόπο ζωής της προκειμένου να οδηγηθεί στο Gesamtkunstwerk, το καθολικό έργο τέχνης που συνδυάζει πρακτικότητα και καλαισθησία. Άλλωστε, η δύναμη της αρχιτεκτονικής στην εδραίωση του διαπολιτισμικού διαλόγου και η συνεισφορά της στο national branding έχει πολλάκις αξιοποιηθεί και προς όφελος της διπλωματίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αρχιτεκτονική των πρεσβειών των ΗΠΑ ανά τον κόσμο, όπως αναλύει στο βιβλίο της η Jane Loeffler.
Κλείνοντας, ακόμη κι αν το Αστεροσκοπείο του Χάνσεν δεν επιβίωσε των κατεδαφίσεων, το μήνυμα που χάραξε στην πρόσοψη του ο μεγάλος αρχιτέκτονας θα τον συνοδεύει στο βάθος των αιώνων. SERVARE INTAMINATUM, δηλαδή «να παραμείνει αμόλυντο», όπως αμόλυντο θα παραμείνει και το αποτύπωμά του στην αρχιτεκτονική και πολιτιστική ταυτότητα της πρωτεύουσας.
Αρετίνα Στεφανή
Πηγή
Πηγή εξωφύλλου : Wikipedia