Κύπρος : ένα μικρό νησί με μεγάλη ιστορία στο βάθος του χρόνου, αλλά με λίγα μουσεία και περιορισμένη προβολή της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Τα Κυπριακά μουσεία χαρακτηρίζονται από δύο τάσεις : την κλασική μορφή των εκθεμάτων με μια περιγραφή του τύπου “τι εστί”, είτε από πιο σύγχρονες μουσειακές προσεγγίσεις με διαδραστικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, τα Κυπριακά μουσεία διαχωρίζονται στα μουσεία, που εκφράζουν την κλασική μουσειακή προσέγγιση της διαφύλαξης και προβολής του μουσειακού υλικού του 20ου αιώνα και τα μουσεία, που εκφράζουν τις σύγχρονες μουσειακές προσεγγίσεις του 21ου αιώνα.
Τα μουσεία του 20ου αιώνα χαρακτηρίζονται από την κλασική μουσειακή προσέγγιση, όπου αντανακλούν την φιλοσοφία της μουσειακής συλλογής : τα εκθέματα αποτελούν αντικείμενα – πρεσβευτές της τοπικής ιστορίας, της μνήμης των τραυμάτων του νησιού, μία ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης δράσης και ύπαρξης από την αρχαιότητα έως σήμερα και η διατύπωση αξιών και ιδεών, που συντηρούνται στην Κυπριακή νοοτροπία, ψυχοσύνθεση της κοινωνίας του τόπου. Τέτοιου είδους μουσεία είναι το Μουσείο Αγώνος και τα Φυλακισμένα μνήματα στην περιοχή της πρωτεύουσας του νησιού, την Λευκωσία. Αυτά τα μουσεία πέραν της υπενθύμισης για τον αιώνιο αγώνα για δημοκρατία και ελευθερία, διατηρούν μια εικόνα της αποικιοκρατούμενης Κύπρου. Παράλληλα, υπάρχουν και τα μουσεία που διατηρούν την κλασική προσέγγιση της διαφύλαξης, προβολής και ενημέρωσης του κοινού για την τοπική ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι τα νεότερα χρόνια και προβάλλουν την πολύμορφη και πολύχρονη ιστορία του τόπου, όπως το Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Τα μουσεία αυτού του τύπου είναι δημόσια μουσεία και η θεματική τους σχετίζεται με την Ιστορία και Αρχαιολογία, ως προς το μουσειακό υλικό και τα θέματα ιστορικής μνήμης που πραγματεύονται. Όλα τα παραπάνω μουσεία στηρίζονται στην κλασική αντίληψη για τα εκθέματα, που τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αντικριστεί από όλο ένα και λιγότερους επισκέπτες και ειδικότερα από τους ντόπιους. Σε αυτό συντελεί αφενός η εγγύτητα των μουσείων και αφετέρου η προσέγγιση των ειδικών όσον αφορά τα εκθέματα.
Πώς θα μπορούσαν τα μουσεία αυτά να “ξαναζωντανέψουν” και να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον των (ντόπιων) επισκεπτών; Η απάντηση κρύβεται στην πολιτική που ακολουθούν ιδιωτικά μουσεία (π.χ. Μουσείο Παραμυθιού και το Παιδικό Μουσείο Παιχνιδιού στην Αραδίππου).
Τέτοιου τύπου μουσεία εκφράζουν σύγχρονες μουσειακές προσεγγίσεις και πρακτικές, που συνδέονται με τις αξίες της εκπαίδευσης, της δια βίου μάθησης και της κοινωνικής ενδυνάμωσης και αλλαγής εντός του μουσειακού χώρου και μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του μουσείου. Παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά των μουσείων του 21ου αιώνα, που διεγείρουν την φαντασία του επισκέπτη και τον προσκαλούν σε μία διαδραστική εμπειρία με τα αντικείμενα μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του μουσείου που μπορεί να αφορούν και τέχνες όπως εφαρμοσμένο θέατρο, εικαστικά, γλυπτική, αφήγηση και κουκλοθέατρο με στόχο την εμπειρική μάθηση και εξερεύνηση. Τα μουσεία δεν προβάλουν τα αντικείμενα και είναι κύρια πηγή γνώσης προς τους επισκέπτες πια. Σήμερα τα μουσεία είναι χώροι ανταλλαγής ιδεών, απόψεων, μάθησης και δημιουργία στάσεων και νέων κοινωνικών κατεστημένων ως οργανισμοί και ως εκπαιδευτικά κέντρα. Λειτουργούν ως μέσο αλλαγής και αφύπνισης της κοινωνίας τόσο για τους μικρούς όσο και τους μεγάλους επισκέπτες. Στόχος τους είναι να αποκτήσουν έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία όπου πρεσβεύουν και να ενισχύσουν την πολιτισμική ταυτότητα και νοοτροπία της εκάστοτε κοινωνίας. Τέτοιου είδους μουσείου συναντάμε συνήθως στο εξωτερικό και σε μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά υπάρχουν και κάποια παραδείγματα στην Κύπρο, όπως το Μουσείο Παραμυθιού και το Παιδικό Μουσείο Παιχνιδιού στην Αραδίππου. Αυτά τα μουσεία έχουν κατεξοχήν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και αφορούν κυρίως τους μικρούς επισκέπτες του μουσείου, αλλά οι δράσεις τους είναι μοναδικές για τα κυπριακά δεδομένα, εφόσον ακολουθούν νέες εκπαιδευτικές προσεγγίσεις, με κύριο στόχο την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και εμπειρική μάθηση στο μουσειακό χώρο.
Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, μικροί και μεγάλοι μυούνται στην τέχνη και την ιστορία του παραμυθιού, μέσω της συμμετοχής σε δράσεις. Αυτή η μετοχή και η σχέση, έναντι της θέασης είναι το μυστικό για την επιτυχημένη λειτουργία ενός μουσείου. Τα δημόσια μουσεία οφείλουν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνικές και προσεγγίσεις για τα εκθέματά τους. Έτσι θα δυνάμεθα επάξια να διατρανώνουμε, ότι αποτελούμε γνήσιους πρεσβευτές του πολιτισμού μας και έτσι μόνο οι ξένοι επισκέπτες θα μπορούν να καταλάβουν πλήρως τις ιδέες και τις αξίες μας, κάνοντάς τες κτήμα τους.
Ανδρούλα Φουσκωτού