Στους καιρούς που ιππεύουν τον Δράκο
καιροί μαστουρώνουν χασίσι,
οι αλήτες εφόρεσαν φράκο
καί γιά χάραμα δείχνουν την δύση.
Μιά χαρά,
μιά χαρά !
Τον Τομ Σώγερ εκάναν ευνούχο
καί ψαλτήρι κρατά ο Γαβριάς,
το χακί μόνο χρώμα σε ρούχο
κι έχουν μνήμη οι κοπέλες γριάς.
Μιά χαρά,
μιά χαρά !
Στους καιρούς ευγλωττίας μουγγών,
η ταφόπλακα κόσμημα στήθους,
ηχούν δρόμοι με λήρο τού γκον,
τι μάς θέλγει ο λόγος ευήθους.
Μιά χαρά,
μιά χαρά !
Στους καιρούς που συλήσανε τ΄ άγια,
οι ιππότες κενή πανοπλία,
Ιφιγένειες γίνανε σφάγια,
μα ακίνητα στέκουν τα πλοία.
Ποιά χαρά;;
ΠΟΙΑ ΧΑΡΑ;;;