Η Ιαπωνία και η Ελλάδα είναι δύο χώρες απομακρυσμένες η μία από την άλλη, τόσο γεωγραφικά, όσο και από άποψη καταβολών, θρησκείας και νοοτροπίας. Παρόλα αυτά, αποτελούν τωόντι και οι δύο, χώρες με πλούσιο πολιτισμικό παρελθόν. Ένα σημείο τομής των πολιτισμών τους φαίνεται να αποδεικνύεται το θέατρο. Το παραδοσιακό Ιαπωνικό θέατρο αποτελείται από πέντε είδη, το Kabuki, το Yose, το Bunraku και το Noh, το οποίο συνοδεύεται από το Kyogen, όμως όλα αυτά τα είδη διαφέρουν αρκετά από το σύγχρονο Ιαπωνικό θέατρο, που αναπτύχθηκε ήδη από τις απαρχές του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, το θέατρο Noh και η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες ως προς την καταγωγή και το περιεχόμενό τους. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί, ότι το θέατρο Νoh δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες μορφές Ιαπωνικού δράματος, όπως το θέατρο Kabuki. Το Kabuki είναι πολύ νεότερο χρονικά αλλά και πιο ρεαλιστικό ως προς το περιεχόμενο, χωρίς μάσκες, ενώ δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην συντηρητική παράδοση του θεάτρου Noh κατά τον 17ο αιώνα.
Το Kanji του Noh δηλώνει το ταλέντο και την ικανότητα, ενώ το Noh ή το Nohgaku ( gaku :μουσική ) χρησιμοποιούνται εξίσου για να δηλώσουν το συγκεκριμένο είδος παραδοσιακού Ιαπωνικού δράματος και αναπτύχθηκε μαζί με το Kyogen κατά τον 14ο αιώνα. Αποτελεί ένα είδος θεάτρου στενά συνδεδεμένο με τη θρησκεία, καθώς τα έργα του είχαν σκοπό να ψυχαγωγήσουν και να μεταδώσουν θρησκευτικές διδαχές του Βουδισμού και του Σιντοϊσμού μέσα από ιστορίες, που ενείχαν μυθολογικό περιεχόμενο. Παραδοσιακά, μία παράσταση θεάτρου Noh έχει πέντε δράματα, όπου ανάμεσα στο 2ο και το 3ο παίζεται το Kyogen, ως σατυρική, κωμική παρεμβολή για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα από τα δράματα.
Το θέατρο Νoh με το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο και την μορφή τους, αλλά και πιθανόν και ως προς τις καταβολές τους. Η σύνδεση με τις καταβολές έχει να κάνει με το γεγονός, ότι πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει πως υπάρχει αυτή η πιθανότητα, εφόσον ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε στην Ινδία και από την Ινδία προήλθαν τα δράματα, που υιοθέτησαν οι Κινέζοι και αργότερα μετέδωσαν στους Ιάπωνες. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, είναι πιθανόν να υπάρχει κοινή ρίζα σε αυτά τα είδη του θεάτρου. Αν εξετάσει κανείς τις απαρχές του Ιαπωνικού θεάτρου, θα διαπιστώσει, ότι το θέατρο έφτασε στη χώρα από την Κορέα στις αρχές του 7ου αιώνα με τη μορφή του μουσικοχορευτικού Jigaku. Αργότερα, εξελίχθηκε σε θρησκευτικό χορό, που συνοδεύονταν από παρελάσεις μασκοφόρων. Σε αυτές, ένας εκ των συμμετεχόντων κρατούσε πάντα ένας είδος δερμάτινου μαστίγιου σε φαλλικό σχήμα, κάτι το οποίο θυμίζει Διονυσιακές πομπές. Μαζί με το Jigaku, στις αρχές του 8ου αιώνα, ήρθε από την Κίνα άλλο ένα είδος θεάτρου, το Sangaku, με μουσικοχορευτικά χαρακτηριστικά, ακροβατικά και παντομίμα με κωμικό περιεχόμενο, το οποίο αργότερα διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο σοβαρό κομμάτι και δημιούργησε το Kyogen. Η χρήση του, όπως και στο Sangaku, παρέμεινε ίδια, καθώς παραβάλλεται ως κωμικό κομμάτι στις παραστάσεις του Νoh, όπως ακριβώς και το Σατυρικό Δράμα παρεμβάλλονταν ανάμεσα στις Αρχαιοελληνικές Τραγωδίες. Αυτό που ξεχωρίζει τις μουσικοχορευτικές παραστάσεις από το θέατρο είναι η στιγμή που ένα άτομο ξεχωρίζει από το πλήθος και ξεκινάει την αναπαράσταση ή δραματοποίηση, στην οποία υποδύονταν τον Διόνυσο στην Αρχαία Ελλάδα και κάποιον θεό του Σιντοϊσμού αντίστοιχα στην Ιαπωνία. Άλλο ένα στοιχείο το οποίο είναι κοινό ανάμεσα στα δύο αυτά είδη θεάτρου είναι, ότι κατ’ αποκλειστικότητα άνδρες υποδύονταν ακόμα και τους γυναικείους ρόλους. Εκτός από τον σιντοϊστικό χορό του Θεού, την ίδια περίοδο διεξάγονταν στους Βουδιστικούς ναούς παντομιμικά δράματα, που αναπαριστούσαν μυστήρια από τη ζωή των Αγίων, ενώ στο χώρο του αυτοκρατορικού παλατιού διεξάγονταν αυλικοί χοροί, που αναπαριστούσαν ιστορικούς ήρωες και τις μάχες, που οι ίδιοι είχαν δώσει. Οι χοροί αυτοί ήταν ιερατικής και πολεμικής φύσεως και ως εκ τούτου παίζονταν μόνο από άνδρες.
Τον 14ο αιώνα το Noh, με την υποστήριξη των Σαμουράι και των τοπικών Σογκούν, έλαβε την τελική μορφή του, η οποία ήταν ένας συνδυασμός στοιχείων των ναών και των παλατιών, που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το Noh ήταν μία από τις πιο αγαπημένες μορφές διασκέδασης σε κάθε κάστρο. Ωστόσο, εκτός από την αριστοκρατική τάξη, λόγω του ότι οι παραστάσεις παίζονταν και σε ναούς και στην ύπαιθρο, δινόταν η δυνατότητα ακόμα και σε απλούς ανθρώπους να τις παρακολουθήσουν. Αυτό αποτέλεσε ένα στοιχείο ιδιαίτερης και καθοριστικής σημασίας, καθώς μέσα από τα θέματα των παραστάσεων ο απλός λαός μάθαινε για το παρελθόν και την ιστορία της χώρας. Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε, πως οι ομοιότητες του θεάτρου Noh με την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία είναι οι ακόλουθες :
- Και τα δύο έχουν λατρευτικό υπόβαθρο με αναφορές στις θρησκείες των δύο χωρών.
- Όπως σε κάθε παράσταση Αρχαίου Δράματος παρεμβάλλονταν το σατυρικό Δράμα για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, έτσι και στο Noh για τον ίδιο λόγο παρεμβάλλονταν το Kyogen.
- Οι ηθοποιοί ήταν μόνο άνδρες ακόμα και για τους γυναικείους ρόλους.
- Και τα δύο είχαν ως στόχο την ψυχαγωγία όχι μόνο των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, αλλά και των απλών πολιτών.
Άλκη Κορωνάκη