Mια πολιτική αλληγορία
ΗΠολιτική ομοίαζε με ένα τερατόμορφο ον γεννημένο από τα σπλάχνα της Απάτης. Έφερε δορά προβάτου για να φαίνεται άδολη και φιλική και ουρά φιδιού για να μπορεί να πνίγει τα θύματα της. Η Αλαζονεία, νόθος θυγατέρα της Πολιτικής εμφανιζόταν να κρατά στο δεξί της χέρι ένα δόρυ αιχμηρό με το οποίο διατρυπούσε το στέρνο των ανθρώπων όταν εκείνοι φέρονταν με μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία, ενώ στο αριστερό κρατούσε ένα φάσγανο με το οποίο έκοβε την γλώσσα σ’ εκείνους που διά του λόγου τους θεράπευαν, ανάπαυαν και καταπράυναν τις πληγές των συνανθρώπων τους. Στην πλάτη, έφερε μαύρες φτερούγες για να μεταφέρει τους ανθρώπους στον σκοτεινό κόσμο της ζηλοφθονίας, της αποξένωσης και της ασπλαχνίας, ο οποίος περιέβαλε τα υποκείμενα του με έρεβος και σκότος. Αυτός ήταν ο κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι κατάκοποι, χλωμοί και σκελετωμένοι, εργάζονταν μέρα νύχτα, χωρίς σταματημό, αδιαφορούντες για τον άνθρωπο και αδυνατούντες να πατάξουν τους δαίμονες των κατωτέρων ενστίκτων τους, να εξυψωθούν και να απαλλαγούν από τη ζωώδη μεταπτωτική τους φύση. Έτσι, οι άνθρωποι προκειμένου να ξεχαστούν, τελούντες υπό το κράτος του καθημερινού πόνου και της ατέρμονης οδύνης, υπέκυπταν στη σαγηνευτική ομορφιά και θέλξη της ελκυστικής Απληστίας με την οποία συμβίωναν ειρηνικά μέχρις ότου ανέλθει στην εξουσία η Φαύλη Διακυβέρνηση και τους παραδώσει στα χέρια της ηθικής και της αξιακής Ένδειας. Η Ένδεια για να τιμωρήσει τους ανθρώπους που στράφηκαν προς την Απληστία αποφάσισε να τους αποστερήσει των υλικών αγαθών που με τόσο κόπο και θυσίες είχαν αποκτήσει και να τους επαναφέρει τη λαλιά.
Τότε, αχός και βροντές διαξίφισαν τον αέρα και ξάφνου άβουλοι, αδύναμοι κι αμαρτωλοί άνθρωποι με απεγνωσμένες κραυγές πανικού κι απελπισίας θέριεψαν και διακατεχόμενοι από αδυσώπητη οργή και βία ξέσπασαν κατά της Φαύλης Διακυβέρνησης. Η Απάτη τότε ζήτησε απελπισμένα εξωτερική βοήθεια από την θυγατέρα της Απιστίας, τη Φιλαργυρία, η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση αμέσως, αν και με τη σύμφωνη γνώμη μιας ισχνής μερίδας ανθρώπων. Σε εκείνους οι οποίοι αντιστέκονταν στην βούληση της, τοποθετούνταν χρυσά, ασημένια και χάλκινα αργύρια επί των οφθαλμών των, ισοδύναμα με τον πλούτο που κατείχαν. Οι παραβάτες, τυφλωμένοι πλέον από τα αργύρια και ανίκανοι να δουν πέρα από την τιμή που τους είχε επιβάλλει η Φιλαργυρία, προσάρμοσαν τη ζωή τους στη τιμή του νομίσματος που έφεραν επί των οφθαλμών λησμονούντες κάθε αξία και συλλογιζόμενοι τώρα πια μόνον τις συνέπειες των πράξεων τους. Έτσι, υπό το μακρόβιο καθεστώς της Φιλαργυρίας δημιουργήθηκε μια νέα άρχουσα τάξη, δίχως αρχές, δίχως αξίες, πέρα από τις πιστωτικές. Οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε τρεις κοινωνικές ομάδες ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική ισχύ που κατείχαν: την ανώτατη, την ενδιάμεση και την κατώτατη. Το καθεστώς της Φιλαργυρίας, αφού εξουδετέρωσε με παροχές και αφθονία τη βούληση των ανθρώπων για αντίσταση δημιούργησε μία τέταρτη κοινωνική ομάδα ανθρώπων έμπιστων και τροφοδοτών του καθεστώτος, που έφεραν στο δεξί τους χέρι χαραγμένα τα γράμματα Α.Χ.Α, ήτοι Αρχολίπαροι – Χρυσοκάνθαροι – Αρχισυντεχνίτες. Ήταν ανθρώποι δύσμορφοι, ακαλαίσθητοι και φαύλοι, αλλά έμπιστοι της Απάτης, δίχως μεταλλικά αργύρια επί των οφθαλμών των, πρωτίστως, για να μπορούν να διακρίνουν ευκρινώς τα χρήματα που εισέρρεαν στο σακί τους από το καθεστώς και επιπροσθέτως για να μπορούν να καταδίδουν επιτυχώς τους συνανθρώπους τους στις υπηρεσίες καταστολής. Τα προσόντα τους για να προσληφθούν ήσαν οι ιδιες οι γνωριμίες που συντηρούσαν μέσα στην αυλή της Απάτης. Ο λόγος τους ήταν θωπευτικός και συχνά παραπλανητικός για να φενακίζουν τους εν ασθενεία ευρισκόμενους συνανθρώπους τους.
Οι εν λόγω Αρχισυντεχνίτες, επιφορτισμένοι με την αρμοδιότητα των επίσημων μεσολαβητών μεταξύ του καθεστώτος και των ανθρώπων ήλεγχαν στενά τις δράσεις των τελευταίων προς αποτροπή της εκρήξεως μίας γενικευμένης επαναστάσεως. Στη πορεία του χρόνου η Ολιγανθρωπία διαδέχτηκε τη Φιλαργυρία και αυτή με την σειρά της ανετράπη από τη Διχόνοια η οποία εμφανιζόταν πάντοτε καθήμενη πάνω στο χρυσοκέντητο της θρόνο, καλοχτενισμένη, όμορφη και λαμπερή αλλά με νύχια γαμψά σαν του γερακιού και κοφτερά σαν από λεπίδες. Εκεί, κάτω από το χρυσοποίκιλτο μανδύα της υπέκρυπτε τα παιδιά της: την Προδοσία και την Άγνοια. Η Προδοσία είχε τη μορφή ευειδούς καλλίπυγης νεάνιδας αλλά την ιδιότητα του Χαμαιλέοντα, ούσα ικανή να λαμβάνει τη μορφή και το σχήμα της εκάστοτε κρατούσης πολιτικής καταστάσεως και βαστάζουσα ένα χρυσό σκήπτρο στο οποίο διακρινόταν η λέξη ”Διαίρει”. Δίπλα της στεκόταν η επιθετική και γεμάτη οργή, δύσμορφη, και καχεκτική Άγνοια με ένα σπαθί, στην κοφτερή λάμα του οποίου ήταν σκαλισμένη η επιγραφή ”βασίλευε”. Η αδυσώπητη οργή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει κατά παντός φωτεινού ανθρώπου που ζητούσε ήθος και ύψος στις πράξεις του, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο του με τις αρχέγονες ρίζες του βυθίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κοινωνία του στο σκότος της αμάθειας. Με αυτή τη διαίρεση, η Άγνοια ένωσε τις γλώσσες των ανθρώπων υπό μία ενιαία διεθνή γλώσσα που ονομαζόταν ”Esperanto” κρατώντας τους έτσι σε πνιγηρή σιωπή και μακάρια υπναίσθηση. Η βασιλεία της Άπάτης ήταν μακροβιότερη της Απληστίας, της Φαύλης διακυβέρνησης, της Φιλαργυρίας και της ηθικής και αξιακής Ένδειας καθώς διά της ομοιομορφοποίησης, μαζοποίησης και δουλοποίησης των ατόμων αποτελματώθηκαν οι ανθρώπινες σχέσεις με αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα νέο πρότυπο ανθρώπου: ο υπόγειος άνθρωπος που ζει στα σκοτεινά και εχθρεύεται για αυτό κάθε διαβάτη που περνά πάνω από το υπόγειο του.