Η κυρία Ζωή Ζενιώδη, μάεστρος της Ελληνο-τουρκικής Ορχήστρας Νέων και Πρέσβης του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας, σε μια μικρή συνέντευξη αποκλειστικά για την ιστοσελίδα μας. Η κυρία Ζενιώδη είναι η πρώτη γυναίκα με Διδακτορικό στη Διεύθυνση Ορχήστρας στην Ελλάδα, ενώ έχει υπάρξει υπότροφος του Ιδρύματος Αλέξανδρος Α. Ωνάσης, του Συλλόγου “Οι Φίλοι της Μουσικής”, του Ιδρύματος Προποντίς, του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής και του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι. Έχει σπουδάσει πιάνο στην Αγγλία (Royal College of Music/Master & Bachelor in Piano Performance), στην Αυστρία (Mozarteum / Postgraduate Diploma in Vocal Accompaniment) και στην Ελλάδα με την Ίντα Λώρη Μαργαρίτη.
Ποια πρόκληση σας παρουσιάστηκε όταν αναλάβατε την μπαγκέτα της Ελληνοτουρκικής Ορχήστρας Νέων;
Η Ελληνο-τουρκική ορχήστρα νέων είναι μεγάλη πρόκληση σε δύο τουλάχιστον βασικά επίπεδα. Πρώτον, είναι ορχήστρα νέων. Αυτό, από μόνο του, είναι μια συνθήκη διαφορετική από τη δουλειά που κάνει ένας μαέστρος με μία επαγγελματική ορχήστρα, μια συνθήκη με ιδιαίτερη εντατικότητα, ευθύνη και δημιουργικότητα. Η συνεύρεση όλων αυτών των νέων ανθρώπων, ο ενθουσιασμός τους για τη μουσική, η αγάπη τους και η αφοσίωσή τους για αυτό που κάνουν, είναι στοιχεία μοναδικά. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι οι υπόλοιποι μουσικοί δε λειτουργούν με αυτά ως βάση, αλλά σίγουρα αλλάζει ο τρόπος που εκφράζονται αυτά καθώς και η ενέργεια. Ο μαέστρος μιας ορχήστρας νέων πρέπει να καταφέρει να διαχειριστεί όλη αυτήν την ενέργεια με προσοχή και απαραιτήτως, όχι μόνο να την κρατήσει ζωντανή, αλλά να την εξελίξει περαιτέρω ενώ, ταυτόχρονα, ως δάσκαλος, να τους δίνει συνεχώς νέα ερεθίσματα και να τους βοηθά στην ανάπτυξη τεχνικών και μουσικών ικανοτήτων. Όλα τα παραπάνω γίνονται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (10 ημέρες) και η όλη διαδικασία κινείται με τεράστια, δραματική θα έλεγε κανείς, ταχύτητα. Αυτό όμως είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά της νεότητας. Η μετάδοση (και απορρόφηση από την ορχήστρα) γνώσης μαζί με τη σταθεροποίηση μίας συγκεκριμένης ερμηνείας σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι πρόκληση. Το δεύτερο σκέλος της πρόκλησης της συγκεκριμένης ορχήστρας έχει να κάνει με την ομοιότητα και τις διαφορές αυτών των δύο λαών και πολιτισμών. Αν και πιστεύω ότι, ειδικά στις νεότερες γενιές, γνωρίζουμε οτι οι πολλές διαφορές έχουν εξαλειφθεί και ομαλοποιηθεί, η ιστορία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κουβαλάει μεγάλο φορτίο. Η πρόκληση έγκειται στο πώς θα μπορέσει να υπάρξει ενοποίηση ψυχής, πράγμα που εγώ θεωρώ απαραίτητο για ουσιαστική ερμηνεία. Και εδω βρίσκεται μία από τις μοναδικότητες της μουσικής και αυτής της ορχήστρας. Μέσω μιας γλώσσας δίχως λέξεις, η ορχήστρα ξεπερνάει εμπόδια και φραγμούς και ενώνει ανθρώπους οι οποίοι, για εκείνο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μιλούν τελικά την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα της μουσικής. Ξεπερνώντας την πρόκληση λοιπόν, είναι μαγεία να βρεθούν μουσικοί και κοινό σε μία συναυλία όπου όλες οι δυνατότητες ενώνονται για έναν και μόνο σκοπό, αυτόν της προσφοράς και της αγάπης.
Πώς η συμφωνική μουσική, ένα είδος που δεν είναι τόσο δημοφιλές σήμερα, μπορεί να επικουρήσει το έργο της πολιτιστικής διπλωματίας;
Θεωρώ ότι γενικά η μουσική είναι μία από τις κύριες δράσεις που μπορούν να ‘δημιουργήσουν’ πολιτιστική διπλωματία. Ανταλλαγή, μοίρασμα, ένωση, λαοί που έρχονται κοντά, μουσικές που ακούγονται από άλλους λαούς, άνθρωποι που νιώθουν όμορφα μέσα από τη διαφορετικότητά τους, και που την ξεπερνούν ενωμένοι μέσα σε ήχο. Η μουσική τα κάνει όλα αυτά. Περαιτέρω, η συμφωνική μουσική, καθαρά και ώς όρος μέσα από την ετυμολογία της (συν+φωνή), προφανώς έχει αυτή τη δυνατότητα. Μπορεί η κλασσική μουσική (ή και συγκεκριμένα η συμφωνική) να μην είναι τόσο δημοφιλής σε μεγάλα ποσοστά κάποιων λαών αλλά, μέσα από συζητήσεις και παρατήρηση ετών, δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον να τη θεωρεί κατώτερο είδος μουσικής ή να δηλώνει ότι δεν θα πήγαινε σε συναυλία κλασσικής μουσικής. Πιστεύω ότι αν υπάρχει σωστή παιδεία και ανοιχτή αντίληψη, ο κόσμος θα μπορέσει να έρθει κοντά στη συμφωνική μουσική. Όταν μιλάμε για πολιτιστική διπλωματία, μεταξύ άλλων, μιλάμε για πολιτιστική επικοινωνία. Νιώθω ότι ένα είδος που καταφέρνει να φέρει σε σύμπνοια δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες μουσικών κατά τη διάρκεια προβών και συναυλιών, και ταυτόχρονα να αγγίξει το κοινό και να δημιουργήσει βαθιά συναισθήματα, είναι το κατάλληλο είδος για να επικουρήσει το έργο της πολιτιστικής διπλωματίας.
Ποιανού Έλληνα συνθέτη πιστεύετε ότι τα έργα του θα έπρεπε να ερμηνεύονται περισσότερο στο εξωτερικό;
Η Ελληνική “λόγια” μουσική έχει να επιδείξει έναν τεράστιο πλούτο μέσα στην ιστορία της. Ξεκινώντας από την Εθνική μας Σχολή με συνθέτες όπως ο Καλομοίρης και ο Ριάδης, συνεχίζοντας με μορφές που άλλαξαν τις μουσικές δομές όπως ο Σκαλκώτας και ο Χρήστου και, τελικά, περνώντας στο σήμερα με εκπροσώπους της Ελλάδας όπως ο Γιώργος Κουμεντάκης, το μόνο που έχω να πω είναι ότι το ελληνικό χρώμα παραμένει αναλλοίωτο. Σε όλα αυτά τα χρόνια που η ελληνική μουσική συνεχίζει την πορεία της ακολουθώντας ‘γραμμές κλασσικής μουσικής’ της Δύσης, δεν έχει σταματήσει να υπηρετεί το καθαρό ελληνικό χρώμα. Είναι πραγματικά εξαιρετικό το γεγονός ότι υπάρχουν συνεχώς νέοι άνθρωποι που εμφανίζονται στον χώρο της σύνθεσης και, με νέες ιδέες, υπηρετούν την τέχνη τους, κρατώντας ζωντανή την ελληνικότητα. Μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω κάποιον Έλληνα συνθέτη και να μιλήσω για το έργο του γιατί αυτό θα ήταν άδικο. Μπορώ να πω όμως με βεβαιότητα ότι είναι πολλά τα έργα που θα έπρεπε να παρουσιάζονται σε συναυλιακούς χώρους του εξωτερικού και εύχομαι οι Έλληνες καλλιτέχνες να συνεχίσουν να είναι μουσικοί πρεσβευτές της χώρας τους.
Με ποιους έχετε συνεργαστεί στο εξωτερικό; Ποια δουλειά σας θα ξεχωρίζατε;
Εργάζομαι για χρόνια στην Αμερική και την Ευρώπη ως μαέστρος και ως πιανίστα. Έχω συνεργαστεί με ορχήστρες Όπως η Φιλαρμονική του Μπρνο και έχω διευθύνει σε χώρους όπως το Carnegie Hall. Αντίστοιχα, έχω εμφανιστεί ως πιανίστα σε χώρους όπως το Royal Festival Hall και έχω κάνει συναυλίες και πρόβες με τραγουδιστές όπως ο Bryan Hymel και η Maria Guleghina. Μου έχει τύχει μάλιστα να παίξω σε πρόβα τη Fantasia του Schubert για 4 χέρια με τον εκπληκτικό Radu Lupu. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη δουλειά που θα μπορούσα να ξεχωρίσω. Για μένα, μία συναυλία στο Cambridge, σε ένα μικρό ξωκλήσι που χωρούσε 25 ατόμα και η συναυλία στο σχεδόν γεμάτο Carnegie Hall, με την απίστευτη ακουστική του, έχουν το ίδιο καλλιτεχνικό βάρος, την ίδια ευθύνη απέναντι στην τέχνη και τον άνθρωπο, και την ίδια προσωπική απόλαυση (όσο και αν με τιμά το να διευθύνω στο πόντιουμ του Carnegie Hall). Είναι τιμή μου και υποχρέωση μου να υπηρετώ αυτόν τον υπέροχο χώρο που ονομάζεται μουσική οσο καλύτερα μπορώ και εύχομαι να συνεχίσω έτσι μέχρι την τελευταία μου ανάσα.
Αποτελεί η μουσική το καλύτερο μέσο προαγωγής του πολιτισμού;
Η τέχνη γενικά αποτελεί το καλύτερο μέσο προαγωγής του πολιτισμού. Οι συνδέσεις που γίνονται μέσα από την τέχνη, η χαρά και η δημιουργικότητα που αναπτύσσονται, η ανταλλαγή ιδεών, απόψεων και στάσεων, είναι όλα πολύ σημαντικά και απαραίτητα για την εξέλιξη του πολιτισμού. Η μουσική, ειδικότερα, έχει το προσόν της αμεσότητας. Ο άνθρωπος ακούει από την ημέρα της σύλληψης του και συνδέεται με ήχο πριν καν γεννηθεί. Η δύναμη του ήχου και της μουσικής είναι τεράστια και έχει ένα πολύ άμεσο αντίκτυπο στις ψυχές και το νου των ανθρώπων. Γνωρίζω προσωπικά και έχω βιώσει και μέσα από εμπειρίες άλλων, όπως και από την αίσθηση που παίρνω από το κοινό μετά από τις συναυλίες που κάνω ή και αυτές που παρεβρίσκομαι ότι η ανάταση ψυχής, νου και σώματος είναι συλλογική και τρομερά δυναμική. Χωρίς να μπω σε περαιτέρω ανάλυση ή εξήγηση…ναι, ας κάνουμε όση μουσική μπορούμε, εκεί βρίσκεται ο πολιτισμός, η συνέχεια, το μέλλον και ο άνθρωπος.
Δημήτρης Νίκας