Η εργαλειοποίηση του Σουνιτικού Ισλάμ από την Τουρκία δεν αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων ετών, αλλά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως συστηματοποιήθηκε από τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΑΚΡ, του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η θρησκευτική διπλωματία της Τουρκίας, της οποίας αποτελεί μέρος μίας ευρύτερης στρατηγικής, είχε ως εμπνευστή και ῾῾πολιτικό πατέρα῾῾ τον Μεχμέτ Νταβούτογλου. Κεντρικός της άξονας είναι η εφαρμογή πολιτικών ήπιας ισχύος, με στόχο την καλή γειτνίαση, την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, την πολιτισμική και θρησκευτική προσέγγιση των κρατών που η Τουρκία κρίνει πως έχει ιστορικούς δεσμούς και ιστορικά ερείσματα. Μέρος της πολιτικής αυτής έχει ανατραπεί από το 2016 όταν η Τουρκία ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τον στρατό ως μέρος επίλυσης διάφορών ή προβολής ισχύος σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Στο πλαίσιο των πολιτικών ήπιας ισχύος, ῾῾μηδενικών προβλημάτων῾῾, το Σουνιτικό Ισλάμ αποτελεί το μέσο προσέγγισης κρατών, τόσο στα Δυτικά Βαλκάνια, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Γερμανία, Ολλανδία), την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Εκτελεστικός βραχίονας της θρησκευτικής πολιτικής της Άγκυρας είναι η πανίσχυρη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, χρηματοδοτώντας και επιβλέποντας δράσεις οι οποίες προωθούν τα τουρκικά συμφέροντα και τις προσωπικές φιλοδοξίες του Τούρκου προέδρου, ο οποίος αυτοπροβάλλεται ως προστάτης και ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου.
Από την Αραβική Άνοιξη και έπειτα η θρησκευτική διπλωματία της Τουρκίας στην περιοχή του Μαγκρέμπ, δηλαδή στα κράτη της Βορείου Αφρικής, εντάθηκε δραστικά. Κυριότερος λόγος είναι η αναθέρμανση των διερρηγμένων σχέσεων με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και την εντατικοποίηση των προσπαθειών της αδελφότητας για πολιτική αναβάθμιση, εκμεταλλευόμενη τα γεγονότα από το 2010 έως και την τελική τους έκβαση το 2012. Την ένταση της θρησκευτικής διπλωματίας στα κράτη της Βορείου Αφρικής με κύρια θύματα την Αίγυπτο και την Λιβύη τροφοδοτεί και ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ουαχαμπιστών Σαουδαραβών, των Ισλαμιστών Επαναστατών του Ιράν και της Τουρκίας, με φόντο την ηγεμονική θέση στον μουσουλμανικό κόσμο. Σήμερα, η ένταση επικεντρώνεται μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου, καθώς η πρώτη αρνείται να αναγνωρίσει τον Αιγύπτιο Πρόεδρο, θέτοντας θέμα δημοκρατικότητας, εφόσον η προηγούμενη εκλεγμένη κυβέρνηση των Αδερφών Μουσουλμάνων ανετράπη, ενώ η δεύτερη βλέπει τη μιλιταριστική έκβαση της θρησκευτικής διπλωματίας της Τουρκίας στη Λιβύη, με την ενίσχυση των ισλαμιστών ανταρτών ως απειλή για την εξαγωγή του λιβυκού χάους στην Αίγυπτο.
Εν κατακλείδι, η θρησκευτική διπλωματία αξιοποιήθηκε και αξιοποιείται από την Τουρκία στα κράτη του Μαγκρέμπ, προκειμένου να προσδοθεί μία αίσθηση νομιμοποίησης στην εξωτερική πολιτική που ασκεί η Άγκυρα στην περιοχή. Η απόληξη της θρησκευτικής διπλωματίας της Άγκυρας παραμένει, ακόμα και σήμερα, μιλιταριστική. Το γεγονός αυτό την καθιστά εξωτερική πολιτική με χαρακτηριστικά ήπιας ισχύος, η οποία, ενώ θα μπορούσε να αποτελεί γέφυρα μεταξύ των λαών, είναι επικίνδυνη. Μέσα από το παρόν άρθρο θα θέλαμε να επισημάνουμε τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές όπου η πολιτιστική διπλωματία μπορεί να αξιοποιηθεί προπαγανδιστικά και με επιθετική διάσταση.
Δημήτρης Λύτρας
Πηγές
http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2015/08/67_2015_-WORKING-PAPER-_Ioannis-Grigoriadis.pdf
http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2014/02/WORKING-PAPER-_Venetis-Ev.pdf