O Franz Kafka είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές πεζογράφους του 20ού αιώνα. Με τα έργα του «Η Δίκη» (1925), «Μεταμόρφωση» (1915), «ο Πύργος» (1926) και «Αμερική» (1927) εδραίωσε τη θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία προσφέροντας όχι μόνο αισθητική απόλαυση στους αναγνώστες αλλά παράλληλα συμβάλλοντας αποφασιστικά στη φιλελευθεροποίηση και εκδημοκρατισμό της Τσεχίας μετά την Άνοιξη της Πράγας. Η υστεροφημία του Kafka, εξαιτίας της καλλιτεχνικής του ιδιαιτερότητας, αποτέλεσε κι αποτελεί αφορμή για τη γνωριμία με τον τσέχικο πολιτισμό. Με άλλα λόγια, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έρχονται σε επαφή με τον τσέχικο πολιτισμό μέσω του σπουδαιότερου Τσέχου πεζογράφου, τον Kafka.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ιδέες και το έργο του Κafka γίνονται ευρέως αποδεκτές, διότι συνιστούν μία ρεαλιστική απεικόνιση της αλλαγής της πολιτιστικής και κοινωνικής πραγματικότητας του 20ού αιώνα. Χαρακτηριστικά, το ίδιο το «καφκικό» (Kafkaesque) ύφος των έργων και η θεματολογία του επικεντρώνεται στην άρνηση του γνωστού κόσμου και την αντικατάστασή του από έναν προσωπικό και αλληγορικό, την ελεύθερη εξερεύνηση μιας προσωπικής αίσθησης ή εντύπωσης και τη γοητευτική οργάνωση μιας ονειρικής πραγματικότητας. Μάλιστα μετά τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο και υπό την επίδραση της υπαρξιακής φιλοσοφίας, το σύμπαν του Kafka «μεταφέρεται» στην πραγματικότητα μέσω της διεύρυνσης της χρήσης του όρου «καφκικός». Ο όρος αναφέρεται πια στην έκφραση μιας κατάστασης στην πραγματική ζωή που εξεικονίζεται ή μιμείται τα τυπικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας του εικοστού αιώνα, όπως ακριβώς παρουσιάζονται και από τον Τσέχο πεζογράφο στα έργα του (Ranjan, 2021). Έννοια κλειδί, η οποία αποτελεί κινητήρια δύναμη στο έργο του Kafka είναι η αλλοτρίωση του ατόμου από άγνωστες και όμως συντριπτικές μορφές εξουσίας στην αποκατάσταση. Με αφετηρία το φαινόμενο αυτό τίθενται άλλα κοινωνικά ζητήματα, όπως η κοινωνική αποξένωση, το ασφυκτικό, γραφειοκρατικό περιβάλλον ή ο τρόμος προς το μεταφυσικό, τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν το άτομο σε μια συντριπτική αίσθηση άγχους και απελπισίας. Όλες αυτές οι καταστάσεις μπορούν να χαρακτηριστούν καφκικές και συχνά εκφράζονται με τη χρήση του παράδοξου, της ειρωνείας ή μέσω απότομων ανατροπών στη δράση (Butler, 2011). Αυτή η όψη της πραγματικότητας «αποκαθιστά» τον Kafka στο βάθρο της Τσέχικης λογοτεχνίας κατά την Άνοιξη της Πράγας παρά την αρχική αμφισβήτηση που δέχτηκε εξαιτίας της γερμανόφωνης γραφής του.
Η επίδραση του καφκικού έργου στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε κάποια συστηματική προβολή του στο νέο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, η αγάπη των Ελλήνων για τον Kafka οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι ιδέες του βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας του ιδιαίτερου κοινωνικού κλίματος, όπως διαφαίνεται ιστορικά από την αρχή της γνωριμίας των Ελλήνων με τα έργα του Kafka και τη διακειμενική σχέση του τελευταίου με άλλους καλλιτέχνες.
Το ασταθές πολιτικό σκηνικό την επαύριο του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) και καθ’όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την αναγνώριση του Kafka εξυπηρετώντας ένα φάσμα διαφορετικών αναγκών, από την κοινωνική κριτική ως την υπαρξιακή αναζήτηση. Η ποιητική γενιά που αναπτύχθηκε τότε, καθιερώθηκε ως η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά, η οποία ασπάστηκε τον αλληγορικό τρόπο του Kafka και εισήγαγε το καφκικό ύφος στην πεζογραφία αλλά κυρίως στην ποίηση.
Οι περισσότεροι από τους ποιητές της γενιάς αυτής, γεννημένοι ανάμεσα στο 1918 και το 1928, στα χρόνια της Κατοχής ήταν φοιτητές και γαλουχήθηκαν με τους στίχους των ποιητών του Μεσοπολέμου και της Γενιάς του Τριάντα (Καβάφη, Σικελιανού, Καρυωτάκη, Άγρα, Παπατσώνη, Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, Εμπειρίκου, Βρεττάκου) αξιοποιώντας τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς της Γενιάς του ’30. Αντλούσαν την έμπνευση τους από τα την εμπειρία του αγώνα, της αντίστασης, της φυλακής και της εξορίας. Οι ποιητές της περιόδου έχουν διακριθεί σύμφωνα με ορισμένες τάσεις που παρατηρούνται στην ποίησή τους. Πιο συγκεκριμένα διακρίνονται σε εκείνους που η ποίησή τους έχει κοινωνική πρόθεση, επιδιώκει δηλαδή να παρουσιάσει την ανελέητη πραγματικότητα με τρόπο λιτό και σε εκείνους των οποίων η ποίηση εκφράζει μια υπαρξιακή αγωνία. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι ποιητές που, επιδιώκοντας κάτι το εντελώς νέο, καταφεύγουν στους τρόπους του υπερρεαλισμού και των άλλων ανανεωτικών κινημάτων. (Αργυρίου, 1988).
Μολονότι δεν έχουμε ακριβή εικόνα των όρων υποδοχής και πρόσληψης του Kafka στη μεταπολεμική πεζογραφία, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς βάσιμα ότι, κατά τα έτη 1945–1960, ο μοντερνιστικός του λόγος δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία, η οποία διήνυε, τότε, ένα στάδιο μερικής εσωστρέφειας και ανασύνταξης των συσχετισμών και των τάσεών της. Έτσι, η αναγνώριση του Kafka στην Ελλάδα των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών δεν συνοδεύτηκε από μια ενιαία και ευθύγραμμη στάση: Μια μερίδα της αστικής διανόησης της Γενιάς του 1930 δεν έδειχνε ιδιαίτερα δεκτική στο να δεχτεί τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί από την πρωτοπορία του Μεσοπολέμου (Αργυρίου, 1988), ενώ η διανόηση της ελληνικής αριστεράς, με τα δικά της κριτήρια και με τη βεβαιότητα ότι το έργο του Kafka όχι μόνο δεν απεικόνιζε τον κόσμο του σοσιαλισμού, αλλά, αντιθέτως, φανέρωνε μια στάση περιφρόνησης, κατέτασσε το έργο στην κατηγορία της αστικής “παρακμής” (Ζωγράφου, 1993).
Στις αρχές του 1950 παρατηρείται μία διακειμενική σχέση συγγραφέων με το έργο του Kafka. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το πεζογράφημα του Αλέξανδρου Σχινά “Η επιστολή”, δημοσιευμένο στο περιοδικό Ο αιώνας μας (Αργυρίου, 1988). Ιδιαίτερη απήχηση εντοπίζεται σε έναν από τους κυριότερους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, τον Μίλτο Σαχτούρη (1919–2004). Ο τελευταίος ανήκει στους νεοϋπερρεαλιστές, δηλαδή σε όσους ποιητές αναζητούν με επαναστατικά μέσα την ανανέωση της ποιητικής, ανατρέχοντας σε νέα εφαρμογή του υπερρεαλισμού σε συνδυασμό με άλλα ανανεωτικά ρεύματα, όπως τον εξπρεσιονισμό και τον υπαρξισμό. Ο Kafka, μαζί με τον αυστριακό ποιητή Georg Trakl (1887–1914) και τον Ουαλό, επίσης ποιητή, Dylan Thomas (1914–1953), συνθέτουν, όπως έχει καταδειχθεί, το πυρηνικό τρίγωνο λογοτεχνών τους οποίους ο Σαχτούρης δεξιώνεται ποικιλότροπα στην ποίησή του σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση της προσωπικής, εξπρεσιονιστικής ποιητικής μυθολογίας του όσο και σε σχέση με τη δομή κάθε ποιήματος, η οποία συχνά απορρέει από τις νεότροπα ανανεωμένες αρχετυπικές πλοκές (Φραντζή, 1993–1994:8–14). Μεταξύ των άλλων ως υποκείμενο ο Kafka απαντάται σε τέσσερα ποιήματα του Σαχτούρη: Σε δυο ποιήματα των Εκτοπλασμάτων(1986) και σε ισάριθμα της Καταβύθισης(1990). Και στα τέσσερα αυτά ποιήματα απογράφεται με τρόπο συμπαγή και εξαιρετικά εναργή η ποιητική τής μεταμόρφωσης, προσφιλές μέσο διαφυγής από τον εφιαλτικό κόσμο του ρεαλισμού και για τους δυο λογοτέχνες (Παπαντωνάκης, 2000).
Η αναγνώριση της συνεισφοράς του Kafka στη σύγχρονη Ελληνική κουλτούρα δεν φαίνεται μόνο από την απήχηση του έργου του αλλά και από δράσεις που έχουν διοργανωθεί από την κοινωνία για τον Τσέχο πεζογράφο. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια συγκροτούνται Διεθνή Διεπιστημονικά Συνεδρία με στόχο να μια συνολική κριτική αποτίμηση της πολύπλοκης και πολύπλευρης σχέσης του συγγραφέα με την Ελλάδα. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα μέσο άσκησης διπλωματίας με σκοπό την προώθηση και την κατανόηση των θέσεων ενός κράτους αλλά και ευρύτερα του πολιτισμού του, σε αυτή την περίπτωση της Τσεχίας και της Ελλάδας.
Μαρία-Ελένη Κωτουλά
Βιβλιογραφία
Butler, Judith. 2011. “Who Owns Kafka?” London Review of Books, no.33 (March). https://www.lrb.co.uk/thepaper/v33/n05/judith-butler/who-owns-kafka.
Ranjan, D. (2011). Kafka’s Prose: Rebellion against Realism. International Journal of English Literature and Social Sciences, 6, (2)
Αργυρίου, Α., «Εισαγωγή». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Α ́, Σοκόλης, Αθήνα 1988.
Ζωγραφου, Λ.,(1993). Σύγχρονός μας ο Κάφκα, Αλεξάνδρεια.
Παπαντωνάκης, Γ. (2000) Γεώργιος, Η μορφολογία της σαχτουρικής μεταμόρφωσης, Αθήνα: Νεφέλη.