Στο πλαίσιο γενικευμένου αναθεωρητισμού που επικρατεί σήμερα στον κόσμο, φαίνεται ότι προκύπτουν νέες αναγνώσεις της ιστορίας. Δεν είναι μόνο η αμφισβήτηση θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον κόσμο σχεδόν έναν αιώνα τώρα, αλλά και η επαναπροσέγγιση ιστορικών περιόδων με σκοπό τον διαφωτισμό του κοινού και πάνω σε ιστορικά ζητήματα που αξίζει να εμπεδωθούν ορθά έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Στην περίπτωση του Εθνικού Μουσείου της Ιρλανδίας, η διαδικασία αυτή άνοιξε με την πρόθεση της διοίκησης του μουσείου να επιστρέψει αρχαιότητες από το πρώην Βασίλειο του Μπενίν, τη σημερινή Νιγηρία, οι οποίες κλάπηκαν κατά την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας.
Το Μπενίν δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο πρώτων υλών και δούλων με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως την Πορτογαλία, την Γαλλία και την Μ. Βρετανία. Στις αρχές του 19ου αι., η Μ. Βρετανία κήρυξε παράνομο το δουλεμπόριο, το οποίο υπήρξε μία από τις βασικότερες πηγές κέρδους για το Μπενίν. Με την απαγόρευση της αυτή, η Μ. Βρετανία επέτεινε ουσιαστικά τη δικαιοδοσία του Slave Trade Act που θεσπίστηκε το 1807, βάσει την οποίας η Μ. Βρετανία αποκήρυττε την δουλεία και καταστούσε του δουλεμπόριο παράνομο. Βεβαίως, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Επιπλέον, η Μ. Βρετανία είχε συγκροτήσει μία ομάδα κρούσης, με πεδίο δράσης την δυτική Αφρική, ενώ είχε συστήσει και μία αποικία με το όνομα Φριτάουν, με σκοπό να παρεμποδίζει πλοία που απέπλεαν από την δυτική Αφρική για να πουλήσουν δούλους στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια. Αποκορύφωμα της βρετανικής εμπλοκής στην περιοχή, υπήρξε και η πυρπόληση της πόλης του Μπενίν το 1897, κατά τη διάρκεια του οποίου κλάπηκαν σημαντικές ποσότητες έργων τέχνης, τα οποία αποτελούσαν μέρος των εμπορεύσιμων προϊόντων κατά τις εμπορικές συνδιαλλαγές των γηγενών με του ευρωπαίους εμπόρους. Πρόκειται για έργα απαράμιλλης ποιότητας τα οποία προέρχονται από τις πρώτες ύλης της περιοχής , όπως ελεφαντόδοντο , ορείχαλκο και ξύλο. Οι θησαυροί αυτοί εν συνεχεία μεταφέρθηκαν και πουλήθηκαν μέσω διαφόρων δικτύων διακίνησης με ασαφή χαρακτήρα και πλαίσιο αγοραπωλησιών, σε μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως το Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας.
Από το 2017 και μετά έχουν ξεκινήσει οι πρωτοβουλίες για τον επαναπατρισμό των συλλογών που υφάρπαξαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στα τέλη του 19ου– αρχές 20ου αι. Μεταξύ άλλων, Γαλλία και Γερμανία έχουν ήδη ανακοινώσει τέτοιου είδους πράξεις. Έτσι, λοιπόν, δε θα μπορούσαν να μην ακολουθήσουν τα κράτη που αποτελούσαν την Μ. Βρετανία, μεταξύ τους και η Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, η διοίκηση του μουσείου ανακοίνωσε την πρόθεση της να επιστρέψει τα Μπρούτζινα του Μπενίν, τις χάλκινες πλάκες και τα γλυπτά δηλαδή που κοσμούσαν το παλάτι του Μπενίν. Το 2021, το μουσείο είχε στην κατοχή του 15.000 αντικείμενα τα οποία χρονολογούνται από το 1760 μέχρι το 1914. Σημαντικό εμπόδιο στην διαδικασία επαναπατρισμού αποτέλεσε η απουσία ενός έφορου και η γενικότερη υπο- στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό για το συγκεκριμένο έργο. Όπως αναφέρεται σε εσωτερικό έγγραφο της διοίκησης του μουσείου: « η αξιολόγηση της συλλογής αυτής θα αναδείξει τη θέση της Ιρλανδίας στη εξερεύνηση του κόσμου τον 18ο αιώνα και τον ρόλο της μέσα στην Βρετανική αυτοκρατορία». Τα μπρούτζινα του Μπενίν αποτελούν εξέχοντα αντικείμενα τέχνης και την ίδια στιγμή ζωντανή απόδειξη της αφαίμαξης που υπέστησαν οι αποικίες.
Με την κίνηση αυτή, το Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας, εκκινεί από μεριάς του μια προσπάθεια αποκατάστασης του ιστορικού παρελθόντος της Ιρλανδίας, λειαίνοντας το αιχμηρό αποικιοκρατικό παρελθόν της και τις αδικίες που αυτό γέννησε. Από την άλλη, ο επαναπατρισμός των Μπρούτζινων του Μπενίν επιτρέπει στην Νιγηρία και στον λαό της να έρθει σε επαφή με την εθνολογική του ταυτότητα πριν αρχίσει να αλλοιώνεται από το αποικιοκρατικό καθεστώς. Τα έργα αυτά θα αποτελέσουν σημαντικό κομμάτι των συλλογών του Μουσείου του Μπενίν. Αναπόφευκτα, λοιπόν, ένα μουσείο που τα εκθέματα του δίνουν τόσες πληροφορίες στο κοινό για την ιστορική πορεία της χώρας όπου βρίσκεται, θα συνδράμει στην δημιουργία μια συμπαγούς εθνικής ταυτότητας , δίνοντας παράλληλα ώθηση στην κοινωνία για το μέλλον και αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιτών μιας πρώην αποικίας.
Εν κατακλείδι, τα μουσεία διαχρονικά λειτουργούν ως φυσικοί χώροι τοποθέτησης και φύλαξης όλων των διασωθέντων ιστορικών τεκμηρίων. Τα ιστορικά τεκμήρια είναι εκείνα τα υλικά και άυλα ευρήματα των πεπερασμένων ετών που αποδεικνύουν την συνδιαλλαγή μεταξύ των λαών και την ύπαρξη κοινού βιώματος. Αυτό το κοινό ιστορικό βίωμα υπενθυμίζουν τα μουσεία με την ύπαρξη τους δίνοντας ευκαιρίες να κατανοήσουμε την ταυτότητα μας και να γεφυρώσουμε τα χάσματα που μας χωρίζουν.
Λεωνίδας Ποδιάς
Βιβλιογραφία
- Φωτογραφία ανακτήθηκε από: https://www.google.com/search?q=benin+bronzes&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwifmtioyfL8AhXh8rsIHZvHBLUQ_AUoAXoECAEQAw&biw=1536&bih=746&dpr=1.25#im
- www.irishexaminer.com
- Kathimerini.gr
- www. ot.gr, Οικονομικός Ταχυδρόμος