Ο χορός “Πόλκα” αποτελεί τον πιο δημοφιλή χορό στην Τσεχία αλλά και ευρύτερα στην κεντρική Ευρώπη. Η εμφάνισή του τοποθετείται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα και έγινε άμεσα ένα από τα πιο γνωστά μουσικά είδη στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. (μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κυριάρχησε και στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Οι πρώτες γραπτές καταγραφές της μουσικής πόλκα βρίσκονται σε μουσικές εφημερίδες της Πολωνίας και της Τσεχίας στις αρχές του 1800. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, αυτό το μουσικό και χορευτικό στυλ περιοριζόταν στον αγροτικό πληθυσμό της Βοημίας που σήμερα αποτελεί μέρος της Τσεχικής Δημοκρατίας.
Η πρώτη καταγραφή του χορού έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1830 όπου η Anna Slezáková χόρεψε το λαϊκό τραγούδι “Strýček Nimra koupil šimla” (μτφ. Ο θείος Nimra αγόρασε ένα λευκό άλογο), το οποίο παρακολούθησε ο δάσκαλος μουσικής Josef Neruda, ο οποίος και κατέγραψε τόσο τη μουσική όσο και τις χορευτικές της κινήσεις. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών ο Josef Neruda δίδαξε αυτόν τον χορό σε πολλούς άλλους νέους και ο ιστορικός Čeněk Zíbrt προώθησε τη μουσική και τον χορό πόλκα με τα άρθρα του τα οποία αναδημοσιεύτηκαν σε όλη την Ευρώπη. Από αυτό το σημείο εκκίνησης ο χορός Πόλκα άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται πέρα από τα σύνορα. Το 1835 έγινε δημοφιλής στις αίθουσες χορού της Πράγας, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα τον χόρευαν οι αριστοκράτες πολίτες της Βιέννης και ένα χρόνο αργότερα οι ρυθμοί της πόλκα αντηχούσαν στις αίθουσες χορού του πολιτιστικού κέντρου της Ευρώπης, αυτό του Παρισιού. Η πέραση που είχε ο χορός στο Παρίσι ήταν τόση που η δημοτικότητά του ονομάστηκε “polkamania”.
Ο χορός πόλκα εξαπλώθηκε και σε άλλα εδάφη όπου μετανάστευσαν οι Πολωνοί και οι Τσέχοι και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσον αφορά τις ΗΠΑ η διάδοση του χορού μπορεί επίσης να αποδοθεί στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες γνώρισαν τον χορό κατά τη διάρκεια της θητείας τους στην Ευρώπη.
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η πόλκα εξελίχθηκε ως μια πιο γρήγορη εκδοχή του βαλς και συνδέουν την ταχεία αύξηση της δημοτικότητας της σε όλη την Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του 1800 με την εξάπλωση του ρομαντικού κινήματος, το οποίο έδωσε έμφαση σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή της αγροτικής ζωής και κουλτούρας.
Αν και η πόλκα έχει αυτό που ονομάζουμε “μποέμικη καταγωγή”, οι περισσότεροι συνθέτες αυτής της μουσικής βρίσκονταν στην Βιέννη η οποία ήταν το πολιτιστικό κέντρο της εποχής για τη μουσική. Πολλοί διάσημοι συνθέτες συνέθεσαν πόλκες και συμπεριέλαβαν τον χορό στο ρεπερτόριό τους σε κάποιο σημείο της καριέρας τους. Παράδειγμα, η οικογένεια Στράους στη Βιέννη, ενώ είναι περισσότερο γνωστή για τα βαλς της, συνέθεσε επίσης πόλκες που έχουν διασωθεί, ο Joseph Lanner και άλλοι Βιεννέζοι συνθέτες του 19ου αιώνα και στη Γαλλία ο Émile Waldteufel. Το συγκεκριμένο είδος λοιπόν, κατάφερε ότι καταφέρνει κάθε πετυχημένο δημιούργημα, δηλαδή ξεπέρασε τα σύνορα που το περιόριζαν. Τα “μεγαλύτερα” σύνορα που κλήθηκε να ξεπεράσει ήταν η κουλτούρα και οι κοινωνικές τάξεις. Η πόλκα από μια περιοχή της Τσεχίας έγινε ξακουστή στην Γαλλία και στην Αμερική ξεπερνώντας τις πολιτιστικές διαφορές, από ένα είδος που ξεκίνησε από την αγροτική τάξη έγινε άκουσμα στις επαύλεις και στα παλάτια ξεπερνώντας τις ταξικές διαφορές.
Η πόλκα αποτέλεσε βασικό μέσο για να γίνει γνωστός ο Τσεχικός πολιτισμός, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο αποτελεί και ένα παράδειγμα πετυχημένης πολιτιστικής διπλωματίας καθώς στην προκειμένη περίπτωση το εργαλείο είναι η “Διπλωματία του Χοροδράματος”, δηλαδή “η ανάπτυξη και ανάδειξη της ιδιαίτερης παράδοσης, του ύφους, καθώς και των καλλιτεχνικών χαρακτηριστικών και δημιουργημάτων που διαθέτει μια χώρα στον τομέα του χοροδράματος”.
Joana Tila
Βιβλιογραφία: