![people g7c8454168 1920](https://helleniculturaldiplomacy.com/wp-content/uploads/2021/12/people-g7c8454168_1920-1024x796.jpg)
Στην εποχή του καταπιεσμένου ελευθέρου χρόνου, της ρουτίνας, της κρίσης των αξιών καθώς και της αλλοτρίωσης η μουσειακή εκπαίδευση μόνο ουτοπική φαντάζει. Αν όμως συνειδητοποιήσουμε καίρια τις παιδαγωγικές και πνευματικές ωφέλειες που επιδαψιλεύει η επαφή παιδιού και μουσείου και κατ’ επέκταση η άμεση και συνεχής τριβή του με τον πολιτισμό και την κουλτούρα, τότε θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι μονό εάν επενδύσουμε στην πνευματική εξέλιξη θα παράγουμε υγιείς προσωπικότητες. Επιτακτική ανάγκη η κυπριακή εκπαίδευση να φέρει σε επαφή το παιδί από την νηπιακή ηλικία με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται στα διαφορετικών τύπου Μουσεία (Αρχαιολογικά, Τέχνης, Βιομηχανικά, Βυζαντινά, Θεατρικά, Ιατρικά κλπ) αποτελούν ένα εναλλακτικό τρόπο εκπαίδευσης, για μια κοινωνική και δημιουργική προσέγγιση του πολιτισμού και της γνώσης. Η Μουσειακή Αγωγή λαμβάνει χώρα εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος, και απευθύνεται σε συγκεκριμένες ομάδες κάθε φορά με ξεκάθαρους εκπαιδευτικούς στόχους. Η αξιοποίηση της μουσειακής εκπαίδευσης με συγκεκριμένη δράση στο πλαίσιο μιας διδακτικής ενότητας (φύλλα εργασίας, διαδραστικά παιχνίδια, σύνθεση εργασιών, παρουσίαση power point, αρθρογραφία των μαθητών και κυρίως συνεργασία σε ομάδες πριν, κατά και μετά την επίσκεψη στο μουσείο) αφόρα όχι απαραίτητα στο μάθημα της Ιστορίας όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά και της Τέχνης, των Θρησκευτικών, της Γυμναστικής, της Οικιακής Οικονομίας! Η στείρα γνώση που η σχολική παιδεία υποστηρίζει μέσω της τεχνοκρατικής εκπαίδευσης, ποτέ δεν βοήθησε στην μαθησιακή ανάπτυξη του παιδιού. Αντιθέτως το μουσείο δίνει επιλογές στο παιδί, με το μάθημα να γίνεται πιο ελκυστικό. Επιλογές για να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες, να λάβει ερεθίσματα, να αποχαλινώσει την φαντασία του, να παίξει, να δραστηριοποιηθεί και να γευτεί την πληροφορία μόνο του.
Η ουσιαστική µάθηση, σύμφωνα µε τους ερευνητές, πραγματοποιείται µόνο, όταν η διδασκαλία γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται η ανακάλυψη της γνώσης από το ίδιε το παιδί. Η μουσειακή αγωγή είναι μια ολιστική εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία αναπτύσσει δεξιότητες που δεν καλλιεργούνται στο σχολικό περιβάλλον, και συνδράμει στον εμπλουτισμό του γνωστικού, συναισθηματικού, δημιουργικού και κριτικού δυναμικού των μαθητών από την νηπιακή ήδη ηλικία. Ο στόχος και το αποτέλεσμα αναφέρεται στο βαθμό ανταπόκρισης των μαθητών στο μάθημα, ευαισθητοποίησής και ενεργοποίησης της κριτικής τους σκέψης. Στο χώρο του μουσείου βρίσκουν εφαρμογή οι πλέον σύγχρονες θεωρίες μάθησης, ενθαρρύνοντας την ομάδα να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της μάθησης με παιχνίδια, πάζλ, κατασκευές, ακόμη και με τη χρήση tablet και apps. Από τη μια η βιωματική μάθηση αξιοποιεί τα ίδια τα βιώματα των μαθητών και η μάθηση προέρχεται μέσα από αυτά, ενώ παράλληλα ευνοεί τη συνεργασία ανάμεσα στους μαθητές, ενδυναμώνοντας την αυτοπεποίθηση τους. Μαθαίνουμε καλύτερα μέσα από το συγκεκριμένο παρά το αφηρημένο, επομένως τα αντικείμενα στο μουσείο είναι αυτά που θα μας δώσουν την αίσθηση του κόσμου γύρω μας και αυτά είναι που θα θέσουν τα θεμέλια για να σχηματίσουμε σε ένα κατοπινότερο στάδιο νοητικά σύμβολα και έννοιες. Η δυνατότητα να δούμε και να αγγίξουμε αντικείμενα που οι άνθρωποι του παρελθόντος είχαν κατασκευάσει, επινοήσει, και χρησιμοποιήσει, ενισχύει τη βιωματική προσέγγιση και γνώση του παρελθόντος. Από την άλλη εφαρμόζεται η αποκαλυπτική μάθηση η οποία, σε συνδυασμό με τη συνεργατική μάθηση, περιλαμβάνει τον πειραματισμό, την εξερεύνηση και την ανακάλυψη της γνώσης. Το αντικείμενο, το έκθεμα δηλαδή του μουσείου διατηρεί μια αιώνια σχέση με το διαρκώς απομακρυνόμενο παρελθόν και αυτό είναι που αντιλαμβανόμαστε ως τη δύναμη του σαν αντικείμενο. Τα εκθέματα, εμπλουτίζουν τη φαντασία η οποία θεωρείται απαραίτητη για την κατανόηση της ιστορίας αλλά και για την κατανόηση πολλών πλευρών της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας. Η εγγύτητα των χειροπιαστών αντικειμένων εντυπωσιάζει ακόμη και τους πιο αδιάφορους μαθητές, επειδή η παρουσία τους γίνεται άμεσα αντιληπτή από τις αισθήσεις τους.
Το Learning By Doing αποτελεί μια σύγχρονη εκπαιδευτική πρακτική με πολύ επιτυχή αποτελέσματα. Τα μουσειακά εκθέματα μας διηγούνται την ιστορία τους, μας παραπέμπουν στην αισθητική, στις ιδέες, στις ανάγκες, στην νοοτροπία, στην οικονομία, στην τεχνολογία του πολιτισμού που τα επινόησε, τα σχεδίασε, τα κατασκεύασε, και τα χρησιμοποίησε. Με άλλα λόγια, η ιστορικότητα των αντικειμένων αλλά και του πολιτισμού μας συνδέεται επί τόπου με το παρόν. Τα εκθέματα λοιπόν μπορούν να δράσουν ως καταλύτες στη διαδικασία της μάθησης εφόσον δεν πείθουν μόνο για την πραγματικότητα του παρελθόντος, αλλά προωθούν και εμπνέουν τη σκέψη, γι’ αυτό και η συνεργασία σχολείου και μουσείου σε πολλές χώρες όπως η Ελλάδα είναι πλέον μοιραία. Στην Κύπρο τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται την τελευταία μόλις δεκαετία από το ΥΠΠΑΝ αν και με περιοριστικές δικλείδες στέφονται με επιτυχία. Δίαυλοι γνήσιας και γόνιμης επικοινωνίας παιδιών και κοινωνίας τα μουσεία, αφού η μουσειακή αγωγή διευρύνει ορίζοντες και προωθεί την προσωπική έκφραση και δημιουργική συμμετοχή, ενώ ο χώρος όπου κατ’ εξοχήν αναδεικνύεται η πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της κοινωνικής μας ταυτότητας γίνεται οικείος στο παιδί και αυριανό πολίτη.
Δρ Αννίτα Αντωνιάδου
Βιβλιογραφία
Bruner, J. (1960), The Process of Education, Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
Hein, G, E (1998), Learning in the Museum, London: Routledge. History, Heinermann, London.
Hooper – Greenhill, E. (ed) (1999), The educational role of the Museum, London: Routledge.
Gardner, H. (1983), Frames of mind: The theory of multiple intelligences, New York: Basic Books.
Καλεσοπούλου, ∆. (2011), Παιδί και εκπαίδευση στο μουσείο, Αθήνα, Πατάκης.
Κανάκης, Ι. Ν., (2001), Η οργάνωση της διδασκαλίας μάθησης με ομάδες εργασίας. Αθήνα. Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός