Από τις απαρχές της εμφάνισης του, ο κινηματογράφος αποτελεί ένα είδος τέχνης, ικανό να μεταφέρει εικόνες από όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Δεν είναι λίγες οι φορές, που εκτός από καλλιτεχνικό θέαμα, οι κινηματογραφικές προβολές τέθηκαν υπό το μικροσκόπιο διαφόρων επιστημόνων. Ανάμεσα σε εκείνους συγκαταλέγονται οι ιστορικοί, οι οποίοι μελέτησαν αφενός τις διακρατικές σχέσεις και αφετέρου την κινηματογραφική προπαγάνδα που ασκούσαν οι μεγάλες δυνάμεις, με στόχο την ανάδειξη της υπεροχής τους.
Το ίδιο παρατηρείται και από τη πλευρά των κυβερνήσεων τη χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Οι κυβερνήσεις ιδίως τότε, χρησιμοποίησαν τον κινηματογράφο ως μέσο πειθούς για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την ευμενή προβολή της δράσης τους στο εξωτερικό. Εν ολίγοις, ο κινηματογράφος από τον 20ο αιώνα και έπειτα, συνιστά ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο της πολιτιστικής διπλωματίας, που λόγω της επιδραστικότητας της κινούμενης εικόνας, επιτρέπει το «άνοιγμα» των συνόρων και οδηγεί στην ενίσχυση είτε διακρατικών είτε πολιτιστικών σχέσεων.
Πέραν όμως του θεωρητικού πλαισίου, το παρόν άρθρο θα επικεντρωθεί στον ιταλικό κινηματογράφο, ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον τόμο του Gian Piero Brunetta με τίτλο «Guida alla storia del cinema italiano (1905-2003)», η ιστορική διαδρομή του υπήρξε πολυσχιδής. Η πορεία του ξεκινά με τον πρώιμο κινηματογράφο και τον κινηματογράφο που λειτουργούσε υπό το φασιστικό καθεστώς. Ο Brunetta στα δύο πρώτα κεφάλαια του τόμου, περιγράφει την ανάπτυξη του ταξιδιωτικού κινηματογράφου, το ρόλο του κινηματογραφιστή και τον τρόπο λειτουργίας της κινηματογραφικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια της φασιστικής διακυβέρνησης.
Έπειτα, ο Brunetta κάνει αναφορά στα χρόνια του μεταπολεμικού κινηματογράφου. Οι μεταπολεμικές ταινίες όπως τα μελοδράματα και τα ντοκιμαντέρ, έχοντας ως κεντρικό άξονα την αντίσταση και τον πόλεμο, βασίστηκαν στο ρεύμα του νεορεαλισμού. Ο τελευταίος, ως σήμα κατατεθέν του ιταλικού κινηματόγραφου της μεταπολεμικής περιόδου, απέκτησε οικουμενική αξία και σταδιακά έθεσε τη βάση, πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν μεταγενέστερες παραγωγές ταινιών ανά τον κόσμο.
Όσον αφορά τώρα παραδείγματα ιταλικών ταινιών που άπτονται της πολιτιστικής διπλωματίας που μελετάμε, θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά. Τόσο η ταινία «Rome Open City» του Ιταλού σκηνοθέτη Roberto Rossellini, όσο και οι ιταλικές κωμωδίες της δεκαετίας του 1960 και του 1970, λειτουργούν ως πολιτιστικοί διπλωμάτες, διότι αποτελούν πηγή πληροφόρησης για τον τρόπο διαμόρφωσης της νοοτροπίας του ιταλικού λαού μεταπολεμικά και συμβάλλουν στη θετική αποτίμηση της Ιταλίας στο διεθνές περιβάλλον. Πέραν όμως των λεχθέντων, και η σημασία των ιστορικών ντοκιμαντέρ που αναπαριστούν τη γερμανική κατοχή είναι ιδιαίτερα καθοριστική. Τα εν λόγω ντοκιμαντέρ καταφέρνουν να προβάλλουν την Ιταλία ως εξιλαστήριο θύμα της ναζιστικής Γερμανίας, γεγονός που οδηγεί αναμφίβολα στη δημιουργία μίας θετικής εικόνας στο συλλογικό υποσυνείδητο άλλων λαών.
Εν κατακλείδι, με βάση όλα τα παραπάνω, οι ιταλικές ταινίες με όχημα το νεορεαλισμό, εκτός του ότι παρέχουν στους θιασώτες του κινηματογράφου χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ιταλική κουλτούρα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αποκρυπτογραφήσουν πολιτιστικά νοήματα και να έρθουν σε άμεση επαφή με τον ιταλικό πολιτισμό, έχουν καθιερωθεί ως ένα εθνικό κινηματογραφικό μοντέλο παγκόσμιας εμβέλειας.
Βασιλού Αικατερίνη
Βιβλιογραφία
https://www.culturaldiplomacy.org/academy/index.php?en_film-as-cultural-diplomacy
Brunetta, G. P. (2009). The history of Italian cinema: A guide to Italian film from its origins to the twenty-first century. Princeton University Press.
Pisu, S., & Sorlin, P. (2017). Cinema e Storia 2017. Rivista di studi interdisciplinari, 5(1).