Ο Ούγκο Φόσκολο γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1778 και ήταν γιός του Ανδρέα Φόσκολο και της Ζακυνθινής Διαμαντίνας Σπαθή. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών καταχειροκροτήθηκε από τους θεατές οι οποίοι τον αποθεώνουν φωνάζοντας: «Viva il giovane Greco».
Από τα πιο γνωστά έργα του είναι οι «Χάριτες», «Οι τελευταίες επιστολές του Ιάκωβου Όρτις» και το επικό ποίημα «Οι Τάφοι». Για αυτό το τελευταίο ο Αντώνης Μαρτελάος, πατριώτης, επαναστάτης και δάσκαλός του στη Ζάκυνθο, είπε πώς οι «Τάφοι» είναι έργο ενός γνήσιου Έλληνα. Το 1811 γράφει τη νέα του τραγωδία «Αίας» που ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου. Οι εχθροί του τον κατηγορούν ότι στρέφεται κατά του Ναπολέοντα και οι παραστάσεις απαγορεύονται. Το 1812–13 καταφεύγει στην υπό γαλλική κατοχή Φλωρεντία και εκεί γνωρίστηκε με τον ομοϊδεάτη του Ανδρέα Κάλβου που γίνεται γραμματέας και αντιγραφέας των έργων του.
Τα «Άπαντα» του Φόσκολο, στην ιταλική επίσημη έκδοση, αποτελούνται από 23 τόμους με πολλές χιλιάδες σελίδες. Ο 13ος τόμος περιέχει τα κείμενα που έγραψε ο ποιητής για τα Επτάνησα και την Πάργα – ένα «κατηγορώ» κατά της Ιεράς Συμμαχίας του Μέττερνιχ διότι πούλησε την όμορφη πόλη της Ηπείρου στους Τούρκους. Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Φόσκολου, τελέστηκε στο ναό του Αγίου Μάρκου μνημόσυνο, όπου ο Διονύσιος Σολωμός εκφώνησε επιτάφιο λόγο (εγκώμιο για τον Φόσκολο) και ο επίσης Ζακυνθινός ποιητής Διονύσης Γρυπάρης απήγγειλε ελεγεία.
Όνειρο του Φόσκολο, όπως αποδεικνύουν οι τελευταίες επιστολές του προς συγγενικά του πρόσωπα στη Ζάκυνθο, ήταν να επιστρέψει και να ζήσει στο νησί όπου γεννήθηκε. Όμως δεν κατάφερε να το πραγματοποιήσει, αφού τον πρόλαβε ο θάνατος στις 10 Σεπτεμβρίου του 1827.
Η οικία του Φόσκολο οικοδομήθηκε εκ νέου σε σχέδια του καθηγητή του Ε. Μ. Π. Διονύση Ζήβα. Δίπλα από το σπίτι τοποθετήθηκε το γλυπτό «Θρηνούν πνεύμα», έργο του γλύπτη Ιωάννη Βιτσάρη. Στόχος του Συλλόγου Ζακυνθινών «Ούγκο Φόσκολο» είναι η μετατροπή του ιστορικού χώρου σε κέντρο ευρωπαϊκών αναφορών για τον μεγάλο Ζακυνθινό ποιητή, ο οποίος έγραψε για τη γενέτειρά του το ποίημα «Α Zacinto»:
«Δεν θα σταθώ ξανά στην αμμουδιά
μήτε θα νιώσω στην ακτή σου
έτσι όπως ένιωσα ξυπόλυτο παιδί,
ή να σε δώ να κυματίζεις στο άγγιγμα τ’ ανέμου
της θαλασσόγενης Θεάς. Ήσουν το νησί
που η Αφροδίτη έκανε με το πρώτο της χαμόγελο,
Η Ζάκυνθος, την στιγμή που γεννήθηκε.
Κανένα τραγούδι τον πολύφυλλο ουρανό σου δεν αγκάλιασε,
ούτε κι’ αυτού που την καταιγίδα την θανατερή τραγούδησε
και πώς ο Οδυσσέας ξεπέρασε τις κακοτυχίες του
και ανδρείος και φημισμένος, γύρισε τελικά στο σπίτι του.
Μερικοί δεν θα επιστρέψουν πίσω: Κι’ εγώ επίσης
παλεύοντας την μοίρα μου, εξόριστος είμαι
από την πατρίδα. Ω, εσύ μητρώα γη μου,
οι λέξεις είναι ότι μού απόμεινε πια να σου στείλω».
Έλενα Χριστοδούλου
Πηγή:
ΟΥΓΚΟ ΦΩΣΚΟΛΟΣ (UGO FOSCOLO) : ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΟ-IΤΑΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ