
Η αθλητική διπλωματία είναι ένας νέος όρος που περιγράφει μια παλιά πρακτική: τη μοναδική δύναμη του αθλητισμού να φέρνει τους ανθρώπους, τα έθνη και τις κοινότητες πιο κοντά μέσω μιας κοινής αγάπης για τις σωματικές δραστηριότητες. Συμμετέχοντας στις δραστηριότητες αυτές, είμαστε σε θέση να παραβλέψουμε τις διαφορές απόψεων, πολιτισμού και πεποιθήσεων. Η οικουμενική ένθερμη αποδοχή που λαμβάνουν οι αθλητές συμμετέχοντας στο παιχνίδι της επιλογής τους έχει σημαντική ικανότητα να ενισχύει τους παγκόσμιους δεσμούς, να σφυρηλατεί διασυνδέσεις με άλλους και να προωθεί στόχους εξωτερικής πολιτικής. Επιτρέπει στους συμμετέχοντες να δουν ότι οι άνθρωποι που είναι διαφορετικοί από αυτούς μπορεί τελικά να μην είναι και τόσο διαφορετικοί.
Αυτό ακριβώς συνέβη το 1972. Για πολλούς, η σειρά οκτώ παιχνιδιών χόκεϊ μεταξύ της ομάδας του Καναδά και της εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε τη μεγαλύτερη στιγμή στην αθλητική ιστορία της χώρας. Οι περισσότεροι περίμεναν ότι ο Καναδάς θα νικούσε εύκολα τη Σοβιετική Ένωση, αλλά αυτή η αυτοπεποίθηση γρήγορα ξεθώριασε, όταν έχασε το πρώτο παιχνίδι. Ένας εθνικός μύθος κινδύνευε να χαθεί. Το κομμουνιστικό σύστημα θα μπορούσε να θριαμβεύσει, έστω και συμβολικά. Ξαφνικά, μια σειρά αγώνων χόκεϊ προλόγιζε την επί μακρόν τρομακτική κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Η σειρά ήταν ισόπαλη μέχρι το τελευταίο παιχνίδι στη Μόσχα, το οποίο ολοκληρώθηκε με δραματικό τρόπο, με τον Πολ Χέντερσον να σκοράρει στα τελευταία δευτερόλεπτα για να δώσει τη νίκη στον Καναδά. Η σειρά έμελλε να έχει μόνιμο αντίκτυπο στο χόκεϊ στον Καναδά αλλά και στο εξωτερικό.
Ήταν η καλύτερη σειρά χόκεϊ που παίχτηκε ποτέ, αλλά από την αρχή, τα πάντα αφορούσαν την πολιτική. Οι επίσημες συνομιλίες μεταξύ των κρατών κατέληξαν σε μια σειρά «φιλικών αγώνων», τεσσάρων σε κάθε χώρα, «καλύτερων εναντίον καλύτερων». Δεν διακυβεύονταν κύπελλα, παρά μόνο η παγκόσμια υπεροχή στο χόκεϊ. Στο καναδικό μυαλό, όμως, οι ομάδες αντιπροσώπευαν επίσης και τα συγκρουόμενα πολιτικά συστήματα των κοινωνιών τους. Εκατομμύρια Σοβιετικοί από τη μία πλευρά και Καναδοί (για λογαριασμό των ΗΠΑ) από την άλλη, παρακολουθούσαν στην τηλεόραση, ρίχνοντας μια ματιά ο ένας στην κοινωνία του άλλου. Αντίκρισαν τον εχθρό πρόσωπο με πρόσωπο, και αυτό που είδαν δεν ήταν πυρηνικοί πύραυλοι, παρά μόνο άλλους ανθρώπους αφιερωμένους στο χόκεϊ.
Οι Καναδοί έμαθαν να μοιράζονται το παιχνίδι τους με τον κόσμο, ακριβώς όπως έχουν μάθει να μοιράζονται τη χώρα τους με ανθρώπους από πολλούς πολιτισμούς. Η παγκοσμιοποίηση του εθνικού τους αθλήματος έχει γίνει βασική πτυχή της πολυπολιτισμικότητάς τους. Αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά του 1972. Αν και ξεκίνησε ως διαμεσολαβητικός πόλεμος, η επονομαζόμενη «Summit Series» εξελίχθηκε σε ένα υπόδειγμα συνύπαρξης. Σήμερα, ο Vladislav Tretiak, ο σπουδαιότερος Ρώσος τερματοφύλακας στην ιστορία του αθλήματος, αποκαλεί τον Καναδά «δεύτερο σπίτι του». Οι εν ζωή Ρώσοι και Καναδοί «πολεμιστές» οργανώνουν επανασυνδέσεις κατά τις οποίες ρωτάει ο ένας για τη ζωή, τις συζύγους και τα εγγόνια του άλλου. Το 1972 δεν έχασε καμία πλευρά. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχασε.
Γιώργος Σταυρόπουλος
Βιβλιογραφία
Klein, J. (2012, Σεπτέμβριος 1). In 1972, Hockey’s Cold War Boiled Over. The New York Times. Ανακτήθηκε από: https://www.nytimes.com/2012/09/02/sports/hockey/in-hockeys-1972-summit-series-between-canada-and-soviet-union-cold-war-got-colder.html
MacSkimming, R. (2012, Αύγουστος 31). Hockey put Canada’s Cold War perceptions on ice. Ανακτήθηκε από: https://www.theglobeandmail.com/opinion/hockey-put-canadas-cold-war-perceptions-on-ice/article4510769/
Εικόνα ανακτήθηκε από: https://cdn.hockeycanada.ca/hockey-canada/Z-Archive/News-Release-Images/image_10eef01ca3077b24616e687f95e44251.jpg?q=60