Οι δυνατότητες επιβίωσης, ανάπτυξης και ευημερίας ενός κράτους εξαρτώνται από τους παράγοντες ισχύος που αυτό διαθέτει. Οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων διακρίνουν δύο βασικές κατηγορίες συντελεστών ισχύος: τη «σκληρή» ισχύ (Hard Power), η οποία αναφέρεται κυρίως στην γεωγραφική έκταση, στον πληθυσμό και στις στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες που διαθέτει ένα κράτος και κατά δεύτερον, στην «ήπια» ισχύ, που περιλαμβάνει τον πολιτισμό, τις πολιτικές αξίες και την εξωτερική πολιτική μία χώρας. H βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές ισχύος, είναι ότι η μεν «σκληρή» ισχύς βασίζεται κυρίως στον εξαναγκασμό και στην επιβολή, η δε «ήπια» στηρίζεται στη δύναμη της έλξης και στη συνεργασία.
Η Ιστορία μας δείχνει ότι τα περισσότερα κράτη αξιοποιούν κυρίως τη «σκληρή» τους ισχύ για να επιτύχουν τα αποτελέσματα που επιθυμούν, είτε πρόκειται για τη χρήση ή απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, είτε για την επιβολή δασμών και οικονομικών πιέσεων/κυρώσεων κάθε είδους. Παρά το γεγονός ότι μεταπολεμικά συστήθηκαν διεθνείς θεσμοί πολιτικού, οικονομικού, στρατιωτικού και δικαστικού χαρακτήρα (Ηνωμένα Έθνη, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κ.α.) όταν οι διεθνείς υποθέσεις φθάνουν σε οριακές καταστάσεις, το δίκαιο φαίνεται να παραχωρεί τη θέση του στην απροκάλυπτη χρήση «σκληρής» -κυρίως- ισχύος. Κατά συνέπεια, η συζήτηση για την χρησιμότητα της «ήπιας» ισχύος, συνήθως θεωρείται άτοπη ή δευτερεύουσας σημασίας, ενώ συχνά όσοι κάνουν λόγο για την αξία της αντιμετωπίζονται ως ρομαντικοί ή ακόμη και αφελείς.
Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση της Ελλάδας. Ιστορικά, σε γεωγραφικό, πληθυσμιακό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, υπήρξε πάντοτε μια χώρα μικρομεσαίας δυναμικότητας. Όλοι δε οι παράγοντες «σκληρής» της ισχύος, ακολουθούν σήμερα καθοδική πορεία. Ένας στάσιμος και γηράσκων πληθυσμός, με φθίνουσες μελλοντικές τάσεις εξαιτίας της υπογεννητικότητας, που επιπλέον χάνει την ομοιογένειά του λόγω της εισροής προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων. Μια οικονομία που δεν έχει συνέλθει ακόμη από τη δεκαετή κρίση και αντιμετωπίζει δομικά παραγωγικά προβλήματα και ένας αμυντικός τομέας που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προσωπικού του, υποφέρει από την έλλειψη οικονομικών πόρων, από την απουσία μιας βιομηχανίας ικανής να τον τροφοδοτεί σε σταθερή βάση, από αναποτελεσματικές οργανωτικές δομές, αλλά και από τις άστοχες και ενίοτε διεφθαρμένες εξοπλιστικές επιλογές του παρελθόντος. Η ελληνική «σκληρή» ισχύς δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί ούτε σύντομα αλλά ούτε και εύκολα, καθώς για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζονται επιπλέον υλικοί πόροι, χρονοβόρες διαρθρωτικές αλλαγές, χαρισματική και τολμηρή πολιτική ηγεσία, κοινωνική κινητοποίηση και συνοχή, αλλά και ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά, η «ήπια» ισχύς, είναι μια σχετικά φθηνότερη μορφή ισχύος. Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση της δεν είναι κυρίως υλικού χαρακτήρα, αλλά έχει περισσότερο διοικητική και πνευματική βάση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι παράγοντες που συνθέτουν την «ήπια» ισχύ της, αν και δεν έχουν αναπτυχθεί στο βαθμό που πρέπει, διαθέτουν μια πρωτογενή δυναμικότητα που αν αξιοποιηθεί καταλλήλως, μπορεί να αλλάξει όχι μόνον την εικόνα της χώρας, αλλά και να επαυξήσει τους παράγοντες «σκληρής» ισχύος της. Ας επιχειρήσουμε, όμως, να εξετάσουμε κάπως αναλυτικότερα τα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική «ήπια» ισχύ:
Α) Σε επίπεδο πολιτικών αξιών, η Ελλάδα αναγνωρίζεται διεθνώς ως η χώρα που γέννησε την έννοια της Δημοκρατίας, η οποία πέρασε πρώτα στη Ρώμη και ακολούθως μεταλαμπαδεύτηκε στο βρετανικό και αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Η συμβολή αυτή, μαζί με την προσφορά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, υπήρξε καθοριστική κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης, καθώς προκάλεσε ένα έντονο κύμα φιλελληνισμού, που μπορεί κανείς ακόμη να το συναντήσει στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ήπειρο, παρά την ομολογουμένως τρωθείσα φήμη της χώρας μας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα διατηρεί σε γενικές γραμμές την εικόνα μιας ανεκτικής και φιλόξενης χώρας, κάτι που καταδείχθηκε και κατά την περίοδο της έντονης προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης. Χωρίς να αγνοείται η κακοδιαχείριση των οικονομικών κονδυλίων από την Ε.Ε. και οι ελλιπείς υποδομές, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εισροές αυτές συνέπεσαν με μία περίοδο έντονης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας στη χώρα, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες πολίτες αντιμετώπισαν με σχετική ηπιότητα τις προκλήσεις που προέκυψαν (ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τα ποσοστά ακραίου εθνικισμού στην Ελλάδα με αυτά χωρών που διαθέτουν πολύ πιο προηγμένους θεσμούς, καλύτερη οικονομική κατάσταση και δεχόνται μικρότερες μεταναστευτικές πιέσεις). Επιπλέον, η Ελλάδα ανήκει σ’ ένα γεωγραφικό αλλά και πολιτισμικό πλαίσιο που ενώνει την Ανατολή με τη Δύση και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξία που κατέχει η χώρα μας στη σκέψη των διεθνών γεωπολιτικών δρώντων. Εκκινώντας από την αρχαιότητα και την απόκρουση των περσικών στρατευμάτων στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, αναλογιζόμενοι τον ελληνικό ρόλο στους δύο παγκοσμίους πολέμους και κατά την ψυχροπολεμική περίοδο και φθάνοντας στη σημερινή θέση της χώρας μας ως ενός δημοκρατικού και χριστιανικού κράτους στα σύνορα της Ανατολής, η προσήλωση της Ελλάδας στις πολιτικές αξίες αυτού που με σύγχρονους όρους ονομάζουμε «Δύση», θεωρείται σημαντική για την επίτευξη κρίσιμων γεωπολιτικών ισορροπιών.
Β) Η ελληνική εξωτερική πολιτική θεωρείται παραδοσιακά μετριοπαθής, χωρίς έντονες εθνικιστικές εξάρσεις ή επιθετικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες. Παρά τις απειλές και τις προκλήσεις που δέχεται συνεχώς εξ Ανατολών αλλά και σποραδικά από τους βόρειους γείτονές της, η Ελλάδα έχει σε γενικές γραμμές επιδείξει ψύχραιμους διπλωματικούς χειρισμούς (που αγγίζουν κάποιες φορές τα όρια της ενδοτικότητας ή και της φοβικότητας). Στα διεθνή πολιτικά ζητήματα, υποστηρίζει σχεδόν αδιαλείπτως τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο επίπεδο των θεσμών στους οποίους η ίδια συμμετέχει, ενώ λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της ιστορικής της παράδοσης, μπορεί να συνδιαλλέγεται ανοικτά τόσο με τα κράτη των Βαλκανίων, όσο και με χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και με τη Ρωσία και την Κίνα. Αυτό αποτελεί πλεονέκτημα για τη σύναψη κρίσιμων συνεργειών ή και στρατηγικών συμμαχιών και της δίνει τη δυνατοτητα να διαδραματίσει μελλοντικά το ρόλο ενός «έντιμου διαμεσολαβητή» που θα γεφυρώνει τα χάσματα που δημιουργούνται στη διεθνή διπλωματική κονίστρα.
Γ) Ο μακραίωνος και πλούσιος πολιτισμός της χώρας μας, που βασίζεται αφενός στην αρχαιοελληνική, ελληνιστική και βυζαντινή της κληρονομιά, αφετέρου στην πλουραλιστική χριστιανική της παράδοση, μέσω της διεθνούς επίδρασης που ασκεί σε πολλαπλά επίπεδα (πολιτικό, επιστημονικό, εκκλησιαστικό), προσφέρει στην Ελλάδα την ευκαιρία να αναπτύξει συνεργασίες με κράτη της Δύσης και της Ανατολής. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση του εργαλείου της Πολιτιστικής Διπλωματίας είναι καθοριστική για την αναμόρφωση της εικόνας της χώρας μας (rebranding) και την προσπόριση ωφελειών σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο.
Από τα ανωτέρω γραφέντα, συμπεραίνει κανείς ότι η Ελλάδα αποτελεί μία περίπτωση κράτους που διαθέτει ένα πρωτογενές απόθεμα «ήπιας» ισχύος. Το ερώτημα που τίθεται, είναι αν η αξιοποίηση της «ήπιας» ισχύος θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για τη χώρα μας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική. Πρώτον, επειδή ακριβώς η Ελλάδα είναι φορέας της συγκεκριμένης ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς που δεν διαθέτουν άλλες χώρες, μπορεί να αναπτύξει διάλογο και συνεργασία με κράτη που έχουν διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο μεταξύ τους.
Δεύτερον, η αξιοποίηση της «ήπιας» ισχύος αποτελεί μια συμφέρουσα και σχετικώς οικονομική επιλογή για τη χώρα μας, καθώς όπως προαναφέρθηκε, της λείπουν οι υλικοί πόροι που απαιτούνται για να αναπτύξει ουσιωδώς τη «σκληρή» της ισχύ. Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει πως θα πρέπει να παραβλέψει τη «σκληρή» πλευρά της ισχύος της -κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εγκληματική αμέλεια με ανεπίστρεπτες γεωπολιτικές συνέπειες- αλλά οφείλει να επιχειρήσει ένα άλμα στον ιστορικό χρόνο μέσω της παράλληλης ανάδειξης της «ήπιας» ισχύος. Η ισχύς αυτή δεν απαιτεί υπερβολικούς χρηματικούς πόρους, αλλά προϋποθέτει σαφή στρατηγικό σχεδιασμό, καλή οργάνωση, αποφασιστικότητα στη λήψη αποφάσεων, δημιουργική φαντασία, υιοθέτηση αξιόπιστων συμπεριφορών προς τρίτους, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ελκυστικό και στοχευμένο nation branding και κυρίως ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα που εκτός από δεξιότητες θα καλλιεργεί και τις κατάλληλες νοοτροπίες εντός της κοινωνίας. Τρίτον, δεδομένης της επιθετικής και συχνά αντιδυτικής πολιτικής της Τουρκίας, της διαχρονικής αστάθειας της Μέσης Ανατολής, της γεωγραφικής ρευστότητας των Βαλκανίων και της οικονομικής διείσδυσης της Κίνας στην Ευρώπη, η Ελλάδα φαντάζει ως ένα δυνητικό φίλτρο εξισορρόπησης αντιτιθέμενων γεωπολιτικών συμφερόντων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, πως η ανάπτυξη της «ήπιας» ισχύος δεν αποτελεί για ένα κράτος μια διαδικασία που απλώς εξελίσσεται πίσω από κλειστές διπλωματικές αίθουσες, σε πολιτιστικά και καλλιτεχνικά gala και «ελαφριές» συναντήσεις μεταξύ πολιτικών αξιωματούχων και ανθρώπων της τέχνης. Αντιθέτως, η επαύξηση της «ήπιας» ισχύος, επιτυγχάνεται μέσω της Δημόσιας αλλά -κυρίως- της Πολιτιστικής Διπλωματίας, σε επίπεδο κρατικό αλλά πρωτευόντως μη κρατικό, μέσω των ιδιωτικών δρώντων αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Η άσκησή της λειτουργεί παράλληλα σε οριζόντια και κάθετη διάσταση, με τους πολιτικούς, τους διπλωμάτες, τους επιχειρηματίες, τους ανθρώπους του πολιτισμού και τους πολίτες να βρίσκονται σε άμεσο διάλογο, συνεργασία και αλληλεπίδραση. Τούτου δοθέντος, η έλξη που ασκεί στους πολιτικούς δρώντες αλλά και στους λαούς άλλων χωρών η «ήπια» ισχύς, δίνει τη δυνατότητα σ’ ένα κράτος να αποκομίσει πολλαπλά οφέλη σε διπλωματικό και διαπολιτισμικό επίπεδο που μπορούν να μεταφραστούν σε άμεσα οικονομικά κέρδη, μέσω της αύξησης των εξαγωγών, των επενδύσεων, του τουρισμού και της γενικότερης διεύρυνσης των εμπορικών, επιχειρηματικών και πολιτιστικών του δεσμών.
Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης (και κατά συνέπεια του πληθυσμού), σε διεύρυνση των φορολογικών εσόδων, στη δημιουργία καλύτερων υποδομών υγείας και εκπαίδευσης (άρα και στη βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού), στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος που θα ωφελήσει την ενίσχυση της παραγωγής και της εξωστρέφειας, στην αύξηση και την ποιοτική βελτίωση των αμυντικών εξοπλισμών (μέσω των αυξημένων οικονομικών πόρων που θα είναι διαθέσιμοι) και τελικά στην ενίσχυση της συνολικής ισχύος της χώρας.
Όταν οι αναλυτές σε κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, τα οποία διαθέτουν τεράστια αποθέματα «σκληρής» ισχύος, προβληματίζονται για τις συνέπειες που θα έχει η απώλεια της «ήπιας» ισχύος τους που προκαλείται από τις εξωτερικές πολιτικές που ακολουθούν (π.χ. αλλοπρόσαλλη διπλωματία του Τραμπ στο συριακό ζήτημα και προστατευτισμός στο διεθνές εμπόριο, «επιθετικές» κινεζικές οικονομικές πολιτικές και η στάση του Πεκίνου στο ζήτημα του Χονγκ Κονγκ) χώρες με πολύ μικρότερη «σκληρή» ισχύ, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να αγνοούν την ανάπτυξη της «ήπιας» ισχύος τους. Η «ήπια» ισχύς αποτελεί ένα στοιχείο που πρωτογενώς διαθέτει η Ελλάδα ως απότοκο της ιστορικής και πολιτισμικής της πορείας, μια μορφή ισχύος που βάσει των περιορισμένων δυνατοτήτων της μπορεί με οικονομικό τρόπο να αναπτύξει περαιτέρω, και τέλος, ένα εργαλείο πολιτικής που και άλλοι γεωπολιτικοί δρώντες θα ζητούσαν από τη χώρα μας να χρησιμοποιεί συχνότερα προκειμένου να επιλυθούν με καλύτερο τρόπο οι διεθνείς τους υποθέσεις. Όπως, διαφορετικά, το έχει διατυπώσει ο Έλληνας φιλόσοφος, Παναγιώτη Κονδύλης, στο βιβλίο του “Θεωρία του Πολέμου” : «H αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: Οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι΄ αυτούς. Καμία συμμαχία και καμία προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης».
Συμπερασματικά, η «ήπια» ισχύς δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα ως μια εναλλακτική επιλογή της «σκληρής» ισχύος, αλλά ως συμπληρωματική αυτής, ευρισκόμενη μάλιστα σε άμεση διασύνδεση και αλληλεξάρτηση μαζί της. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί μονάχα έναν ευέλικτο τρόπο προώθησης των διπλωματικών και διαπολιτισμικών δεσμών της χώρας μας, αλλά και ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο προάσπισης των εθνικών της συμφερόντων.
του Μιχάλη Διακαντώνη