*Του Νίκου Νανούρη, Τουρκολόγου και επιστημονικού συνεργάτη ΕΙΠΔ
Η σημερινή πραγματικότητα στο άναρχο διεθνές σύστημα αναδεικνύει περίτρανα ότι η σκληρή ισχύς, (Hard power) έρχεται να συμπληρωθεί από μια νέα διάσταση ισχύος, όπως τη διατύπωσε ο διακεκριμένος επιστήμονας Joseph Nye. Πρόκειται για την Ήπια Ισχύ (Soft Power) η οποία όπως αναλύθηκε στο ομώνυμο έργο ‘’Bound to lead:The changing Nature of American Power’’είναι ένας έμμεσος τρόπος επιβολής ισχύος, μια μη καταναγκαστική μέθοδος πειθούς των μεγάλων δυνάμεων προς τα υπόλοιπα κράτη του διεθνούς συστήματος. Η ήπια ισχύς είναι -με λίγα λόγια- ένα εργαλείο επίτευξης στόχων της πρωτογενούς ασφάλειας ενός κράτους, χωρίς να τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της σκληρής ισχύος του. Τα μέσα ενός κράτους που επιχειρεί να προβάλλει αυτόν το διαφορετικό τύπο εξωτερικής πολιτικής είναι η κουλτούρα, η θρησκεία και πολιτικές και πολιτιστικές αξίες. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ότι η Πολιτιστική Διπλωματία παίζει ένα καίριο και βαρυσήμαντο ρόλο στην άσκηση επιρροής προς άλλα κράτη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα δρώντος του διεθνούς συστήματος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει κάνει μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την ήπια ισχύ, είναι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το νεοσύστατο τουρκικό κράτος, το οποίο προέκυψε μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, επιθυμώντας να αφήσει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας το οθωμανικό παρελθόν, πέρα από τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας προέβη σε μια εσωστρεφή εξωτερική πολιτική (Σύνδρομο των Σεβρών) έχοντας ως χαρακτηριστικό μότο “Ειρήνη στο σπίτι μας, ειρήνη και έξω’’. Αυτό εξηγεί και την ουδέτερη στάση που κράτησε κατά τη διάρκεια του Β ’παγκοσμίου πολέμου, όπως και τον ρόλο που έπαιξε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ως αναχωματικός δακτύλιος κατά Spykman, το οποίο αναχαίτιζε τις πιθανές επιθυμίες επιβολής ισχύος της ΕΣΣΔ προς τη λεκάνη της Μεσογείου.
Παραμονές της λήξης του Ψυχρού Πολέμου, όμως, αρχίζει σιγά σιγά να αναδεικνύεται στο προσκήνιο μια διαφορετική και εξωστρεφή ατζέντα εξωτερικής πολιτικής. Κύριος εκφραστής της νέας πολιτικής ήταν ο Τοργκούτ Οζάλ, οποίος διατέλεσε πρωθυπουργός και αργότερα πρόεδρος της τουρκικής δημοκρατίας την περίοδο 1983-1989. Το κόμμα Ευημερίας (Refah Partisi) στο οποίο ηγείτο, υιοθέτησε μια ισλαμιστική ατζέντα, η οποία κατά κάποιον τρόπο αντιτάχθηκε στη δυτική επιρροή. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μια πολιτική προσέγγιση των τουρκόφωνων λαών της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου. Επίσης, ένας νέος όρος θα κυοφορηθεί στην πολιτική ζωή της χώρας με την πλήρη στήριξη του Οζάλ, ο νεοοθωμανισμός. Ο νεοοθωμανισμός πρέσβευε, με λίγα λόγια, την άσκηση επιρροής της Τουρκίας σε εδάφη και τουρκόφωνους λαούς με βάση την ιστορική και γεωγραφική κληρονομιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα ιδεολογικό ρεύμα το οποίο θα αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά πιο ενεργά στην εξωτερική πολιτική της χώρας μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Κύριος εκφραστής αυτής της Πολιτικής ήταν ο τέως Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου. Πρωτεργάτης, λοιπόν, της νέας εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πριν ακόμη έρθει το AKP στην εξουσία ο Ταγίπ Ερντογάν, είχε εκφράσει τις νεοθωμανιστικές αντιλήψεις του στο βιβλίο του ’’Στρατηγικό Βάθος της Τουρκίας’’. Εκεί ακριβώς περιγράφει τη νέα ηγεμονική θέση την οποία πρέπει να αναζητήσει η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή μέσω της στάσης “των μηδενικών προβλημάτων’’. Γίνεται εκτενής αναφορά στο ότι η Τουρκία είναι αδύνατον βάσει του ιστορικού και γεωγραφικού της παρελθόντος να σχεδιάζει την άμυνα της αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει. Η Τουρκία, όντας επίκεντρο γεωπολιτικών περιοχών (Μ. Ανατολή, Βαλκάνια, Κ.Ασία), θα πρέπει να ενεργεί έτσι ώστε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που υπάρχουν σε αυτές τις περιοχές. Η υλοποίηση αυτών των ηγεμονικών επιδιώξεων προτείνεται να γίνει όχι μέσω της στρατιωτικής ισχύος αλλά με την ανάδειξη της ήπιας ισχύος σε βασικό εργαλείο.
Το κυβερνόν κόμμα AKP (Adalet ve Kalkinima Partisi) υιοθέτησε πλήρως την πολιτική του στρατηγικού βάθους ως κατευθυντήρια γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θεωρώντας τη Τουρκία ως χώρα κεντρικής σημασίας για την τη περιφερειακή και παγκόσμια πολιτική. Παρατηρείται, λοιπόν, στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης, η υιοθέτηση της πολιτικής των μηδενικών προβλημάτων και η προσπάθεια βελτιστοποίησης των σχέσεων με μουσουλμανικές και μη μουσουλμανικές χώρες μέσω εφαρμογής της ήπιας ισχύος και με στόχο την προώθηση των συμφερόντων χωρίς χρήση βίας. Μια πολιτική, που εκ των πραγμάτων κατέστη ανεπιτυχής, καθώς και οι σχέσεις με την Ελλάδα παραμένουν τεταμένες με τις συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου, τις προκλητικές δηλώσεις περί γεωτρήσεων στην ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ, καθώς και την εργαλειοποίηση του προσφυγικού ζητήματος εκβιάζοντας την Ευρώπη. Ούτε βέβαια και με τους Σύριους γείτονες της φαίνεται να κυλούν ομαλά τα πράγματα, με τις εισβολές για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας για την καταπολέμηση των Κούρδων να επισκιάζει τις διμερείς σχέσεις των δυο χωρών.
Σε αυτό το σημείο, χρήζουν αναφοράς οι προσπάθειες επιρροής ήπιας ισχύος στην περιοχή των Βαλκανίων από πλευράς Τουρκίας. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όπως προαναφέρθηκε, και έχοντας δημιουργηθεί ένα σημαντικό κενό ισχύος παρατηρούμε προσπάθειες ενδυνάμωσης επιρροής μέσω της υπεράσπιση των απανταχού μουσουλμάνων των Βαλκανίων μέσω χρηματοδότησης τζαμιών, καθώς και ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Βοσνία, Αλβανία, Δυτική Θράκη, Βόρεια Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο. Παρατηρείται, επίσης, η υπογραφή συμφώνων (Cultural Cooperation Agreements) με χώρες των Βαλκανίων, θέτοντας ξεκάθαρα υπό την προστασία της τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Ανάλογες πρακτικές παρατηρούμε και στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, επενδύοντας σε μεγάλο βαθμό στην ισλαμοφοβία που ολοένα και αυξάνει τα ποσοστά της στη Δύση. Σημείο τομής για την εξωτερική της πολιτική της στη Μέση Ανατολή, αποτελεί η ρήξη στις σχέσεις με το Ισραήλ με αφορμή το Παλαιστινιακό, προσεγγίζοντας με αυτό τον τρόπο την οργάνωση της Χαμάς. Επίσης, μια άλλη προσέγγιση που αναδεικνύει τον ισλαμιστικό μανδύα της Τουρκίας, αποτελεί η καταδίκη του Προέδρου της Αιγύπτου Σίσι ως αποτέλεσμα της στενής επαφής που είχε αναπτύξει η ίδια με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους όταν κατείχαν την εξουσία υπό του καθηγητού Μόρσι θεωρώντας τον ως τον νόμιμο πρόεδρο της Αιγύπτου. Με τις συγκεκριμένες πρακτικές επιθυμεί να προβάλλει τον εαυτόν της ως Προστάτη και όχι ως δυνάστη του αραβικού κόσμου.
Σε αυτό το σημείο, έχει ιδιαίτερη σημασία να παραθέσουμε άλλες ενέργειες που έχουν στόχο να προσελκύσουν την τουρκική και γενικότερα την μουσουλμανική διασπορά.
Όπως, ειπώθηκε σημαντική πηγή ισχύος είναι ο πολιτισμός και γενικότερα η εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η τουρκική δημοκρατία έχει προχωρήσει στην ίδρυση του YTB (Υπηρεσία Τούρκων αποδήμων και συγγενικών κοινοτήτων) το οποίο προσφέρει διάφορες υποτροφίες στα τουρκικά πανεπιστήμια και θέσεις πρακτικής άσκησης σε ερευνητικά κέντρα της Τουρκίας σε Τούρκους και γενικότερα μουσουλμάνους που ζουν στο εξωτερικό. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική επιρροή της Τουρκίας στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Διασποράς παίζει το Ινστιτούτο Yunus Emre, το οποίο αριθμεί περίπου 70 παραρτήματα σε 60 χώρες.
Επιπλέον, άλλο ένα ίδρυμα το οποίο χρήζει αναφοράς είναι το TMF (Turkey Maarif Foundation) το οποίο είναι υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας έχοντας προχωρήσει στην ίδρυση πληθώρας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό, κυρίως στα Βαλκάνια. Είναι αξιοσημείωτο, ότι μέχρι την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ήταν υπό την επιρροή του ανεπιθύμητου και επικηρυγμένου στην Τουρκία, Φετουλάχ Γκιουλέν.
Κλείνοντας τη συγκεκριμένη απόπειρα ανάλυσης της πολιτικής της ήπιας ισχύος της Τουρκίας, δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στην πληθώρα τουρκικών σήριαλ που προβάλλονται σε μεγάλο βαθμό στον αραβικό κόσμο, στη χώρα μας, καθώς και μέσω της διάσημης πλατφόρμας Netflix. Είναι χαρακτηριστικό το χαμηλό έως μηδαμινό κόστος πώλησης σε χώρες του αραβικού κόσμου με αντάλλαγμα φυσικά η διατήρηση της τουρκικής γλώσσας. Σειρές όπως “Ο Τελευταίος αυτοκράτορας’’ (πραγματεύεται τη ζωή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ), “Μωάμεθ, ο κατακτητής του κόσμου” κλπ. έχουν στόχο να εξιδανικεύσουν την εικόνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δαιμονοποίηση της Δύσης.
Είναι ολοφάνερη, λοιπόν, η άσκηση επιρροής της ήπιας ισχύος από πλευράς Τουρκίας κυρίως από τη διακυβέρνηση του ΑKP και μετά με ταυτόχρονη άσκηση και της σκληρής ισχύος μέσω απειλών και εκβιασμών με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος για γεωπολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς.
ΠΗΓΕΣ: Nye ,J.S (2005),Ήπια Ισχύς .’’Το μέσο επιτυχίας στη παγκόσμια πολιτική’’ Αθήνα, Παπαζήση
Γιαλλουρίδης Χ.Κ Λαγγίδης (2013) ,Μετακεμαλισμός, Αθήνα, Ι. Σιδέρης
Λίτσας Σ.Ν (2013) , Η θεωρία της Ήπιας ισχύος στο πλαίσιο των νέο οθωμανικών προσανατολισμών
Νταβούτογλου (2010),Το Στρατηγικό Βάθος, Η Διεθνή θέση της Τουρκίας ,Αθήνα, Εκδ. Ποιότητα
Ιωάννης Θ. Μάζης , Νταβούτογλου και Γεωπολιτική, εκδ.Ηρόδοτος
Γιώργος Σκαφίδας,‘’Γιατί η ήπια ισχύς είναι πιο επικίνδυνη από τα όπλα.’’ https://www.ethnos.gr/kosmos/71191_giati-i-ipia-ishys-tis-toyrkias-einai-pio-epikindyni-apo-ta-opla