
Δοκιμάζοντας ένα πιάτο από μια ξένη χώρα, δεν γευόμαστε απλώς έναν συνδυασμό γεύσεων, αλλά ερχόμαστε σε επαφή με την κουλτούρα, την παράδοση και την ιστορία ενός ολόκληρου πολιτισμού, κατανοώντας τον βαθύτερα. Στη σημερινή εποχή, όπου η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει τη δοκιμή ενός ξένου πιάτου πιο προσιτή από ποτέ, η γαστρονομία έχει μετατραπεί σε ένα βασικό μέσο αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, με αποτέλεσμα να έχει εξελιχθεί σε εργαλείο ήπιας ισχύος για πολλά κράτη. Συγκεκριμένα, η γαστροδιπλωματία – όπως ονομάζεται – χρησιμοποιείται τόσο από ιδιωτικούς όσο και από κρατικούς φορείς για την προώθηση της εικόνας ενός κράτους και την ενίσχυση της διεθνούς φήμης του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που χρησιμοποιεί με επιτυχία την παραδοσιακή κουζίνα της ως μέσο πολιτιστικής διπλωματίας είναι η Ιαπωνία. Σήμερα, η ιαπωνική κουζίνα θεωρείται ένα από τα πιο εμβληματικά στοιχεία της ιαπωνικής κουλτούρας, αφού με περισσότερα από 180 χιλιάδες εστιατόρια παγκοσμίως έχει καθιερωθεί ως μια από τις πιο δημοφιλείς κουζίνες. Οι ιαπωνικές γεύσεις, που ξεχωρίζουν για την απλότητά και τη θρεπτική τους αξία, έχουν κατακτήσει ανθρώπους κάθε ηλικίας. Παράλληλα, είναι προσιτές τόσο στο ευρύ κοινό μέσω αλυσίδων ιαπωνικού fast food, όσο και ως είδος πολυτελείας σε ακριβά εστιατόρια.
Η εξάπλωση της ιαπωνικής κουζίνας ξεκίνησε κατά την ιμπεριαλιστική περίοδο της χώρας, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την πτώση της αυτοκρατορίας το 1945. Εκείνη την περίοδο, ιαπωνικά εστιατόρια δέσποζαν σε κεντρικές πόλεις των χωρών της Ανατολικής Ασίας που βρίσκονταν υπό ιαπωνική κατοχή, όπως η Ταϊπέι, η Σεούλ και περιοχές της Μαντζουρίας. Επρόκειτο για πολυτελή εστιατόρια που βρισκόταν σε κεντρικά σημεία των μεγάλων πόλεων, ως ένδειξη της ιαπωνικής υπεροχής, και απευθύνονταν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Σέρβιραν παραδοσιακά αλλά και πιο σύγχρονα πιάτα, αποτελώντας χώρους συγκέντρωσης πολιτικών και επιχειρηματιών. Κατά τα χρόνια της Κατοχής, η ιαπωνική κουζίνα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις τοπικές κουζίνες, οι οποίες ενσωμάτωσαν ιαπωνικές γεύσεις και προϊόντα—μια επιρροή που παραμένει αισθητή μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, την ίδια εποχή σημειώθηκε η μετανάστευση πολλών Ιαπώνων εκτός Ασίας, κυρίως στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, οδηγώντας στη δημιουργία ιαπωνικών κοινοτήτων σε πόλεις όπως το Σάο Πάολο και το Λος Άντζελες, όπου οι Ιάπωνες μετανάστες προώθησαν την τοπική κουζίνα στους ντόπιους.
Όπως αναφέρεται στο έργο «The Global Japanese Restaurant», που εξετάζει σε βάθος την ιστορία της ιαπωνικής γαστρονομίας, η παγκόσμια εξάπλωση της ιαπωνικής κουζίνας μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις φάσεις. Η πρώτη μεγάλη γαστρονομική τάση ήταν τα τεϊοποτεία, τα οποία σέρβιραν ιαπωνικό τσάι και παρουσίαζαν την παραδοσιακή τελετή του τσαγιού. Αρχικά, οι ιδιοκτήτες τους ήταν Ιάπωνες, αργότερα όμως τα διαχειρίζονταν και δυτικοί. Τη δεκαετία του 1920, η δεύτερη τάση αφορούσε τα sukiyaki houses, εστιατόρια που σέρβιραν κρέας με λαχανικά και άλλα υλικά, μαγειρεμένα στο τραπέζι του πελάτη. Στη συνέχεια, τα teppanyaki grills έγιναν δημοφιλή, με τα γεύματα να ετοιμάζονται σε ειδικές σχάρες μπροστά στους πελάτες από εξειδικευμένους σεφ, ενώ από τη δεκαετία του 2000 μέχρι σήμερα, η νέα τάση της ιαπωνικής κουζίνας είναι το ramen (σούπα με νουντλς σε ζωμό κρέατος), που προσφέρει μια γρήγορη και οικονομική λύση για το καθημερινό φαγητό.
Παρατηρούμε πως ένα κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει όλες τις τάσεις της ιαπωνικής γαστρονομίας είναι η θεατρικότητα κατά την παρασκευή και το σερβίρισμα των πιάτων. Από τα τεϊοποτεία, όπου γκέισες με παραδοσιακές στολές παρουσίαζαν και σέρβιραν το τσάι, έως τα sukiyaki και teppanyaki houses, όπου το φαγητό ετοιμαζόταν μπροστά στους πελάτες, και μέχρι τα σημερινά εστιατόρια sushi και ramen, όπου η κουζίνα είναι ανοιχτή, ο πελάτης δεν είναι απλός δέκτης του γεύματος, αλλά γίνεται μέρος μιας ολόκληρης εμπειρίας.
Τα τελευταία χρόνια, η ιαπωνική κυβέρνηση αναγνωρίζει την παγκόσμια απήχηση του πολιτισμού και της κουλτούρας της, αναδεικνύοντας τη γαστρονομία ως κύριο μέσο πολιτιστικής προβολής. Έτσι, προωθεί τον όρο «Washoku», που αναφέρεται σε ένα σύνολο δεξιοτήτων, παραδόσεων και τεχνικών που σχετίζονται με την παραγωγή, επεξεργασία και κατανάλωση τροφίμων. Το Washoku, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένα σύνολο συνταγών ή ένας γενικός όρος για την ιαπωνική κουζίνα, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη τη μαγειρική κουλτούρα της χώρας. Αν και πολλοί Ιάπωνες αμφισβητούν τη σύνδεσή του με τις παραδοσιακές ιαπωνικές γεύσεις, η αναγνώρισή του το 2013 από την UNESCO ως πολιτιστική κληρονομιά της Ιαπωνίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρατηγικής προβολής της γαστρονομίας ως εργαλείου πολιτιστικής πολιτικής.
Επιπλέον, η προώθηση της ιαπωνικής γαστρονομίας συνδέεται και με την πολιτική της χώρας για ενίσχυση της διατροφικής της αυτάρκειας. Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα του 2023, η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις το 38% των συνολικών θερμίδων που καταναλώνει ο μέσος πολίτης, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές τροφίμων. Θεωρώντας ότι η αύξηση της παγκόσμιας και εγχώριας ζήτησης για ιαπωνικά τρόφιμα θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή, η ιαπωνική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη γαστρονομική διπλωματία όχι μόνο για την προβολή της πολιτιστικής της ταυτότητας, αλλά και ως στρατηγική για τη διατροφική της ασφάλεια.
Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η γαστροδιπλωματία της Ιαπωνίας λειτουργεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από τη μία, η διάδοση της ιαπωνικής γαστρονομίας από ιδιώτες σε όλο τον κόσμο δεν περιορίζεται μόνο στην προώθηση συγκεκριμένων γεύσεων, αλλά συμβάλλει ουσιαστικά στη διάδοση της ιαπωνικής κουλτούρας, ενισχύοντας την εξοικείωση και την εκτίμηση των ξένων προς τον ιαπωνικό πολιτισμό. Από την άλλη, το κράτος, μέσω της πολιτικής του Washoku, ενισχύει τη γαστρονομία όχι μόνο ως πολιτιστικό στοιχείο, αλλά και ως στρατηγικό μέσο για την επίτευξη της διατροφικής αυτάρκειας που επιδιώκει. Αυτό γίνεται με αξιοσημείωτο τρόπο, καθώς η Ιαπωνία δεν επιβάλλει αυτή την πολιτική, αλλά την προωθεί με τρόπο που γίνεται ευπρόσδεκτος από το κοινό. Αποτελεί λοιπόν ένα επιτυχημένο παράδειγμα για άλλες χώρες που επιθυμούν να αξιοποιήσουν τη γαστρονομία τους ως εργαλείο ήπιας ισχύος.
Γιώργος Πρωτόπαπας
Βιβλιογραφία
- Farina, F. (2018). Japan’s gastrodiplomacy as soft power: global washoku and national food security. Journal of Contemporary Eastern Asia. 17 (1), 152-167. Διαθέσιμο σε: https://doaj.org/article/d679e3fd6378489f8fb16771bb1a7dc3
- Farina, F. (2021). The politics of washoku: Japan’s gastronationalism and gastrodiplomacy. Food issues 食事, 93-107. Διαθέσιμο σε: https://books.fupress.com/chapter/the-politics-of-iwashokui-japans-gastronationalism-and-gastrodiplomacy/11741
- Farrer, J., Wank L, D. (2023). The Global Japanese Restaurant Mobilities, Imaginaries and Politics. Honolulu: University of Hawai’i Press. Διαθέσιμο σε: https://uhpress.hawaii.edu/title/the-global-japanese-restaurant-mobilities-imaginaries-and-politics/
- Kyodo News. No. of Japanese restaurants abroad triples in last decade to 187,000. Διαθέσιμο σε: https://english.kyodonews.net/news/2023/11/13f7325a1d6f-no-of-japanese-restaurants-abroad-triples-in-last-decade-to-187000.html
Πηγή εικόνας: https://pixabay.com/photos/chef-cooking-street-costumer-4807317/