
Ο τομέας της γαστρονομίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού και, την ίδια στιγμή, ένα ισχυρό μέσο άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας. Η Συριακή και η Ελληνική κουζίνα, οι οποίες ασφαλώς παρουσιάζουν κοινές ρίζες στη Μεσόγειο και αλληλοεπιδρούν μέσω ιστορικών επιρροών, προσφέρουν μία μοναδική βάση για την προώθηση του διαπολιτισμικού διαλόγου, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους, κατά τις οποίες οι σχέσεις των δύο λαών ενισχύονται από την παρουσία της συριακής προσφυγικής κοινότητας στην Ελλάδα. Έτσι, η γαστρονομία καθίσταται γέφυρα κατανόησης, αποδοχής και συνεργασίας μεταξύ των λαών.[1]
[1] From Syria with food-New York Times, 2022
Η Ελλάδα και η Συρία βρίσκονται στο σταυροδρόμι της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, με κοινές επιρροές από τους Φοίνικες, τους Πέρσες, τους Βυζαντινούς και τους Οθωμανούς, γεγονός που αναδεικνύει τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο κρατών, κάτι που αποδεικνύεται και από την ύπαρξη πανομοιότυπων πιάτων και στις δύο κουζίνες (λαχματζούν, ντολμαδάκια, χούμους κ.ά.). Ασφαλώς, σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και καλλιέργεια της κοινής αυτής παράδοσης διαδραματίζουν και οι πρώτες ύλες που είναι διαθέσιμες στις περιοχές αυτές, όπως είναι το ελαιόλαδο, το ταχίνι, τα όσπρια και τα αρωματικά βότανα, υλικά τα οποία δένουν τις γεύσεις των δύο λαών και δημιουργούν κοινό πολιτισμικό έδαφος για επικοινωνία και κατανόηση. Το γεγονός αυτό ενέχει και κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς και στα δύο κράτη οι συναντήσεις για φαγητό γύρω από τραπέζια αποτελούν κοινό πολιτισμικό στοιχείο, ενδεικτικό της κοινής αξίας της φιλοξενίας.[2]
[2] Zaouali, L. Medieval cuisine of the Islamic World: A concise history of 174 recipes, University of California press, 2007
Έτσι, καθίσταται αντιληπτό ότι η γαστρονομία είναι δυνατό να λειτουργήσει ως μέσο πολιτισμικής διπλωματίας, προωθώντας την αλληλοκατανόηση και τη θετική εικόνα μεταξύ των λαών. Στην περίπτωση των δύο αυτών κρατών, της Συρίας και της Ελλάδας, η διοργάνωση γαστρονομικών φεστιβάλ, σεμιναρίων και πολιτιστικών εκδηλώσεων συμβάλλει στη γεφύρωση των πολιτισμών. Ασφαλώς, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η πολιτισμική διπλωματία θα ήταν δυνατό να ενισχυθεί μέσα από το εμπόριο και την οικονομική συνεργασία μεταξύ της Συρίας και της Ελλάδας, μέσα από προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, το μέλι και η φέτα, αλλά και συριακά μπαχαρικά, ενώ, παράλληλα, τα δύο κράτη καθίστανται γαστρονομικοί προορισμοί, αφού είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμο οι τουρίστες να ανακαλύψουν τις ομοιότητες των δύο λαών, αρχικά σε ό,τι αφορά τις διατροφικές συνήθειες και, στη συνέχεια, τα στοιχεία που τους ενώνουν σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.[3]
[3] Montanari, Massimo, Food is culture, Columbia University Press, 2016
Παράλληλα, η συμμετοχή Σύριων προσφύγων σε δράσεις που διοργανώνονται ενισχύει την προσπάθεια ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία και προωθεί τον διαπολιτισμικό διάλογο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν πρωτοβουλίες όπως το Syrian Dinner Project στην Αθήνα, όπου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιασθούν συριακές συνταγές στο ελληνικό κοινό. Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρουσα θα φαινόταν η πρωτοβουλία κοινών γαστρονομικών δράσεων που θα αφορούσαν τραπέζια αλληλεγγύης με ελληνικές και συριακές συνταγές για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι οι διμερείς σχέσεις Συρίας-Ελλάδας επηρεάζονται σημαντικά από την ευρύτερη γεωπολιτική αναταραχή και τις ένοπλες συγκρούσεις. Στο ίδιο πλαίσιο, η άγνοια για τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία είναι δυνατό να ευνοήσει την καλλιέργεια στερεοτύπων μεταξύ των λαών. Οι προκλήσεις αυτές είναι κρίσιμο να αντιμετωπισθούν με την αξιοποίηση της ήπιας ισχύος, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των τεχνολογικών μέσων, προκειμένου τα διάφορα στοιχεία της πολιτιστικής διπλωματίας, όπως η γαστρονομία και οι παραδοσιακές συνταγές, να μπορέσουν να διαδοθούν. Στο ίδιο μήκος κύματος, ιδιαίτερης σημασίας είναι και η ακαδημαϊκή έρευνα, μέσω της οποίας θα διερευνηθεί περαιτέρω η κοινή ιστορία των δύο κρατών μέσω της διατροφής τους.[4]
[4] Χριστίνα Κατσάρη, Μεσογειακή διατροφή και πολιτισμός, Παπαζήσης, 2018
Έτσι, λοιπόν, η παρουσία της συριακής γαστρονομίας σε ελληνικούς χώρους και η ευρύτερη προβολή της από τα μέσα ενημέρωσης και από τις ποικίλες πολιτιστικές δραστηριότητες λειτουργεί ως όχημα διαμόρφωσης θετικής εικόνας της Συρίας, μετατρέποντας τη γαστρονομία σε μέσο ήπιας ισχύος, το οποίο ενισχύει τους πολιτιστικούς δεσμούς και διανοίγει δρόμους διπλωματικού διαλόγου που ξεπερνούν την παραδοσιακή πολιτική. Η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει τη δυναμική αυτή, ώστε να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που δίνονται και να προωθήσει ανάλογες πρωτοβουλίες, ώστε να αποτελέσει τη γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.[5]
[5] Sutton, D, Food and the senses, annual review of anthropology, 37, 2008
Συγκεφαλαιώνοντας, ο τομέας της γαστρονομίας αποτελεί ισχυρό πολιτισμικό δεσμό που ενώνει τη Συρία και την Ελλάδα, προσφέροντας πλατφόρμα πολιτιστικής διπλωματίας αλλά και κοινωνικής ένταξης. Μέσα από κοινές γαστρονομικές εμπειρίες, οι δύο λαοί θα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν γέφυρες εμπιστοσύνης και κατανόησης, ενισχύοντας τις πολιτιστικές και διπλωματικές τους σχέσεις.
Αϊδηνοπούλου Ελισάβετ
Βιβλιογραφία:
- From Syria with food-New York Times, 2022
- Zaouali, L. Medieval cuisine of the Islamic World: A concise history of 174 recipes, University of California press, 2007
- Montanari, Massimo, Food is culture, Columbia University Press, 2016
- Χριστίνα Κατσάρη, Μεσογειακή διατροφή και πολιτισμός, Παπαζήσης, 2018
- Sutton, D, Food and the senses, annual review of anthropology, 37, 2008
Εικόνα ανακτήθηκε από: https://unsplash.com/photos/a-couple-plates-of-food-on-a-table-mA_nH2jiBoA